Μπορεί η θεατρική σκηνή να είναι λουσμένη στο φως, αλλά, αν πάμε πίσω από την κουίντα, θα δούμε κάποιες φορές το σκηνικό ν’ αλλάζει, αφού, όταν η ζωή σκηνοθετεί, οι άνθρωποι παίρνουν το ρόλο του κομπάρσου ακόμα κι αν πρόκειται για τα κορυφαία ονόματα της θεατρικής σκηνής, μόνο που εκεί το δράμα δεν είναι ρόλος αλλά πραγματικότητα.
Τότε, ο ηθοποιός, στο βωμό του «γέλα, παλιάτσο», διαχωρίζεται από τον άνθρωπο, αδελφό, γιο, που εκείνη τη στιγμή βιώνει ένα προσωπικό δράμα.
Οταν ο τραγικός ρόλος του ηθοποιού μπλέκεται με τη νεανική ηλικία και το δράμα του πολέμου, ως αποτέλεσμα έχουμε την ιστορία της Ρένας Βλαχοπούλου. Τις πρώτες ημέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου, η πρωτοεμφανιζόμενη στη σκηνή του Θεάτρου Μακέδου -στη διασταύρωση των οδών Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους- ως «αποκάλυψη του τραγουδιού», η 23χρονη Ειρήνη Βλαχοπούλου, πέφτει κατευθείαν στα «βαθιά» αντιμετωπίζοντας κάτι ασύγκριτα πιο δύσκολο από το τρακ της πρωτοεμφανιζόμενης. Λίγη ώρα πριν βγει στη σκηνή, μαθαίνει ότι σε έναν ιταλικό βομβαρδισμό της Κέρκυρας σκοτώθηκαν και οι δύο γονείς της. Παρότι η νεαρή πρωταγωνίστρια κοντεύει να λιποθυμήσει στο άκουσμα της τρομερής είδησης, βγαίνει στη σκηνή και η παράσταση ολοκληρώνεται κανονικά.
Ο Τύπος της εποχής αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η κυρία Ρένα Βλαχοπούλου επέμεινε και έπαιξε χθες τα νούμερά της, αν και είχε πληροφορηθεί ότι μεταξύ των θυμάτων του πρώτου βομβαρδισμού της Κερκύρας συγκατελέγετο και ο πατήρ της». Πιθανόν, το τραγικό περιστατικό αλλά και η κρισιμότητα των εθνικών στιγμών «υποχρεώνουν» το θεατρικό επιχειρηματία Α. Μακέδο να εκδώσει ανακοίνωση, στην οποία αναφέρει ότι παραχωρεί το θέατρό του για να στεγαστεί εκεί το «Θέατρο υπέρ του Στρατιώτου», οι εισπράξεις του οποίου «θα τεθούν υπό τον έλεγχον επιτροπής καθοριζομένης υπό της Κυβερνήσεως και θα διατίθενται υπέρ του μαχόμενου στρατού μας».
Είμαστε στο 1971, όταν στα παρασκήνια της παράστασης «Η Ασπασία» του Ιάκωβου Καμπανέλλη,που πρωταγωνιστεί το ζευγάρι, στη ζωή και στη σκηνή, Τζένης Καρέζη–Κώστα Καζάκου, η πρώτη μαθαίνει μια τρομακτική πληροφορία: Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, με τον οποίο δεν μιλά από τότε που αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, βρίσκεται σε κώμα στο «Λαϊκό» όταν πέφτει επάνω του ένα φορτηγό. Η Τζένη Καρέζη πρώτα ολοκληρώνει την παράστασή και εν συνεχεία τρέχει στο νοσοκομείο, όπου ακούει τους γιατρούς ν’ αγνοούν τις απόπειρές της να φέρει γιατρούς από το εξωτερικό, μιλώντας για μάταια προσπάθεια. Την επόμενη ημέρα, η παράσταση γίνεται πάλι κανονικά, χωρίς το κοινό να καταλάβει οτιδήποτε, και έπειτα από αυτή το καλλιτεχνικό ζευγάρι βρίσκεται ξανά στο προσκέφαλο του πατέρα της μεγάλης πρωταγωνίστριας, όπου τον ακούει να της λέει την τελευταία του κουβέντα: «Ευγενούλα»…
Δύο μεγάλες θεατρικές οικογένειες, όπως αυτές των Κοτοπούλη και Μυράτ που έζησαν όλη τους τη ζωή πάνω στο σανίδι, δεν θα μπορούσαν παρά να βιώσουν ακόμα και τον ίδιο το θάνατο, μέσα από τις κουίντες. Το 1919, σε μια κυριακάτικη παράσταση του Θεάτρου Κοτοπούλη στην Ομόνοια, ο Δημήτρης Κοτοπούλης, που βρίσκεται στα παρασκήνια στο γραφείο του Δημήτρη Μυράτδιαβάζοντας κάποιο βιβλίο, παθαίνει καρδιακή προσβολή. Εκείνη τη στιγμή βρίσκονται στη σκηνή οι τρεις κόρες του: η Μαρίκα, η Χρυσούλα (μητέρα του Δημήτρη Μυράτ) και η Φωτεινή, οι οποίες πανικοβάλλονται, μπαινοβγαίνουν στα παρασκήνια παρακολουθώντας τον πατέρα τους να ψυχορραγεί, αλλά δεν διακόπτουν την παράσταση. Λίγη ώρα μετά ο Δημήτρης Κοτοπούλης αφήνει την τελευταία του πνοή στο χώρο που ο ίδιος δημιούργησε και τόσο αγάπησε.
Αλλά και ο αείμνηστος Δημήτρης Παπαμιχαήλ έχει τη δική του πικρή ιστορία, με τον ίδιο να διηγείται: «Ηταν στα 1967 και έπαιζα με την Αλίκη την κωμωδία “Ζητείται νέα με προίκα”. Ο θάνατος του πατέρα μου ήταν κάτι που περίμενα. Τη στιγμή όμως που ήρθε το μαντάτο ένιωσα πόνο. Η είδηση έφτασε στην αρχή της βραδινής παραστάσεως. Μου το έκρυψαν όμως μέχρι να τελειώσει το έργο, για να μπορέσω να συνεχίσω. Μεσολάβησε η αργία της Δευτέρας. Μπόρεσα και αυτοσυγκεντρώθηκα και, παρά το γεγονός ότι πίστευα ότι δεν θα μπορέσω να εμφανιστώ στη σκηνή την άλλη μέρα, έκανα το καθήκον μου παίζοντας κωμωδία. Σας διαβεβαιώνω ότι το τραγικό συμβάν με είχε επηρεάσει αφάνταστα. Μπορεί, φυσικά, να μη φάνηκε στους θεατές, αλλά στους συνεργάτες μου ήταν εμφανής η προσπάθεια που κατέβαλα για να ξεπεράσω τα μαύρα συναισθήματα».
Ολα τα περιστατικά που διαβάζουμε σήμερα είναι τραγικά, αλλά αυτό που συνέβη στον Παντελή Ζερβό αποτελεί ίσως το απόλυτο δράμα που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο και πατέρα. Το καλοκαίρι του 1956 η σύζυγος του αγαπητού ηθοποιού βρίσκεται με τις τρεις του κόρες για διακοπές στη Σαντορίνη. Στις 9 Ιουλίου 7,5 ρίχτερ ισοπεδώνουν το πανέμορφο νησί, αφήνοντας πίσω τους ερείπια και πάνω από 50 νεκρούς. Ενα από τα θύματα είναι η 12χρονη κόρη του Ζερβού, Ευδοξούλα, που -αντίθετα με τη μητέρα και τις δύο της αδελφές- δεν προλαβαίνει να διαφύγει από το σπίτι που σωριάστηκε στη γη καταπλακώνοντάς την.
Ο Παντελής Ζερβός εκείνη την ημέρα παίζει την «Εκάβη», την τελευταία ημέρα του Φεστιβάλ της Επιδαύρου εκείνης της χρονιάς. Είναι, μάλιστα, μια επεισοδιακή παράσταση, αφού η κοσμοσυρροή δημιουργεί επεισόδια, διαμαρτυρίες κατά της κυβέρνησης, με εκατοντάδες θεατές να παρακολουθούν τελικά την παράσταση μέσα στη σκηνή. Λίγο πριν αρχίσει η επεισοδιακή παράσταση της αρχαίας τραγωδίας, κάποιος λέει στον Παντελή Ζερβό την τραγική είδηση: «Σκοτώθηκε η Ευδοξούλα». Ο τραγικός πατέρας παγώνει, παίζει στην παράσταση, υποκλίνεται στο κοινό και, όταν γυρίζει στα παρασκήνια, λιποθυμά. Η κορύφωση του δράματος όμως δεν έχει έρθει ακόμα. Τρία χρόνια μετά, όταν γίνεται η εκταφή, διαπιστώνεται ότι ο σκελετός του παιδιού είναι πλάγια με το στόμα ανοιχτό, κάτι το οποίο σημαίνει ότι το παιδί είχε θαφτεί ζωντανό, εν συνεχεία προσπάθησε να διαφύγει από τον τάφο, βρίσκοντας τραγικό θάνατο από ασφυξία… Ο Παντελής Ζερβός δεν λέει τίποτα στη σύζυγό του, κουβαλώντας μέχρι το τέλος της ζωής του το φρικτό αυτό μυστικό…
Εκτός των παραπάνω, πολλές είναι οι περιπτώσεις των ηθοποιών που βιώνουν μια προσωπική τραγωδία πάνω στη σκηνή. Οταν φεύγει από τη ζωή η μητέρα του Δημήτρη Χορν, ο μεγάλος μας ηθοποιός παίζει το ρόλο του βλέποντας σε όλη την παράσταση μπροστά στα μάτια του τη μορφή της. Η Μαίρη Αρώνη γυρίζει από το νεκροταφείο, όπου μόλις έχει κηδέψει τη μητέρα της, για να παίξει «Λυσιστράτη» στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού, ενώ ο Αλέκος Αλεξανδράκης θρηνεί τους θανάτους και των δύο γονιών του πάνω στη σκηνή παίζοντας κωμωδίες.
Το πιο πρόσφατο αντίστοιχο περιστατικό, που είναι και το μοναδικό που έχει καταγραφεί από τις κάμερες, είναι η τελευταία εμφάνιση της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη «Μελωδία της Ευτυχίας» σε θέατρο της Θεσσαλονίκης. Η μεγάλη Ελληνίδα πρωταγωνίστρια, αφού έχει πειστεί, έπειτα από πολλές προσπάθειες, να κάνει τις απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις, αυτές δείχνουν ότι όχι μόνο αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας, αλλά και ότι αυτό είναι στην τελική του ευθεία. Η… εθνική Αλίκη ακυρώνει τις παραστάσεις της, αλλά δίνει μια τελευταία για να αποχαιρετήσει το κοινό της πάνω στη σκηνή, εν μέσω των παιδιών -συμπρωταγωνιστών της που την παρακολουθούν κλαίγοντας…
Τέσσερις θάνατοι επί σκηνής για τον Νίκο Σταυρίδη
Η ιστορία του αλησμόνητου Νίκου Σταυρίδη δεν έχει καμία σχέση με τις ιστορίες γέλιου στις οποίες μας είχε συνηθίσει ο μεγάλος κωμικός. Ο Νίκος Σταυρίδης έζησε πάνω στο θεατρικό σανίδι όχι έναν, όχι δύο, αλλά τέσσερις θανάτους δικών του ανθρώπων: μητέρας, πατέρα, αδελφού και συζύγου… Ας αφήσουμε όμως να μας τα αφηγηθεί ο ίδιος: «Στο θάνατο του πατέρα μου, ήμουν σε τουρνέ στην Κοζάνη, με το θίασο της κ. Κατερίνας. Εφυγα σε λίγες ώρες, ήρθα στην Αθήνα και βρήκα τον πατέρα μου να ψυχορραγεί. Επρεπε όμως να επιστρέψω στην Κοζάνη και το ίδιο βράδυ έδωσα παράσταση. Ο φοβερός… νόμος του θεάτρου, σ’ αυτό το θέμα, δεν υπάρχει σε κανένα άλλο επάγγελμα.
Ο αδελφός μου πέθανε στην αγκαλιά της μάνας μου, πριν από 20 χρόνια, τη στιγμή που εγώ ξεκινούσα για να πάω στο θέατρο. Είπα τότε στο θεατρώνη ότι δεν μπορώ να παίξω και αυτός μου απάντησε “τότε να κλείσουμε το θέατρο”. Και έπαιξα… Το ίδιο έγινε και στο θάνατο της μητέρας μου. Φίλησα τη νεκρή μητέρα μου και μετά πήγα στο θέατρο, όπου έπαιζα επιθεώρηση. Ηταν πριν από 15 χρόνια. Βγήκα στη σκηνή και με έπιασαν τα κλάματα. Συνέχισα όμως… Η πιο τραγική περίπτωση όμως ήταν αυτή της γυναίκας μου. Ηταν 27 χρόνων κοπέλα η Ντόρα Καριώτου, η γυναίκα μου. Πέθανε στην Αγγλία, μετά από μία εγχείρηση όγκου στο κεφάλι. Εγώ γύρισα στη Θεσσαλονίκη σωστό ράκος. Επαιζα τότε στο “Μετροπόλ”. Βγήκα στη σκηνή. Το θέατρο ήταν κατάμεστο. Το γεγονός του θανάτου της γυναίκας μου είχε μαθευτεί. Ξαφνικά την είδα σαν όραμα μπροστά μου. Εχασα τα λόγια μου. Στην πλατεία φάνηκαν τα πρώτα μαντίλια που σφούγγιζαν κλαμένα μάτια. Επαιζα κωμωδία και, αντί να γελάει ο κόσμος, έκλαιγε, και μάλιστα με λυγμούς. Πλησίαζε στο τέλος το νούμερό μου, όταν άρχισε να φτάνει στην πλατεία ένα βουητό “Φτάνει, φτάνει, φτάνει…”. Και μετά ένα ξέφρενο χειροκρότημα».
Δημήτρης Παπαμιχαήλ – Αλίκη Βουγιουκλάκη. Εκτός της κοινής προσωπικής και καλλιτεχνικής ζωής, μοιράστηκαν πάνω στη σκηνή και τη σκιά του θανάτου…
Η νεαρή Ευγενία Καρπούζη (Τζένη Καρέζη) μαζί με τον αυστηρό γυμνασιάρχη πατέρα της, που δεν της συγχώρεσε ποτέ την ενασχόλησή της με το θέατρο, και τη δασκάλα μητέρα της.
Ο Παντελής Ζερβός κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του το μυστικό του φρικτού θανάτου της κόρης του.
Ο Νίκος Σταυρίδης μοίρασε απλόχερα το γέλιο στους περισσότερους ρόλους που έπαιξε, αφήνοντας για τον ίδιο την, επί σκηνής, πίκρα του χαμού τεσσάρων δικών του ανθρώπων.
Η, αγνώριστη, Ρένα Βλαχοπούλου σε φωτογραφία των πρώτων χρόνων της μεγάλης καλλιτεχνικής της πορείας, όταν μάθαινε πάνω στη σκηνή ότι και οι δύο γονείς της σκοτώθηκαν σε ιταλικό βομβαρδισμό.
Ο Δημήτρης Χορν σε κάποια θεατρική παράσταση μαζί με την Ελλη Λαμπέτη. Ο κορυφαίος ηθοποιός έπαιξε ολόκληρη θεατρική παράσταση βλέποντας συνεχώς μπροστά του τη μορφή της μητέρας του που μόλις είχε χάσει.
Διαβάστε επίσης