Μια από τις πλέον συγκλονιστικές υποθέσεις δολοφονίας αναμένεται να αναβιώσει σήμερα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, όπου δικαστές και ένορκοι θα κληθούν να αποφανθούν για την υπόθεση της 6χρονης Στέλλας Εικοσπεντάκη, η σωρός της οποίας είχε βρεθεί σε κάδο απορριμμάτων στην Αγία Βαρβάρα.
Στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου κατηγορούμενος για το ειδεχθές έγκλημα θα καθίσει ο πατέρας της 6χρονης, ο οποίος είχε ομολογήσει στις αρχές ότι εκείνος στέρησε τη ζωή του παιδιού του- επειδή δεν ήθελε να την κάνει μπάνιο όπως χαρακτηριστικά είχε πει – στη συνέχεια τοποθέτησε το άψυχο κορμάκι της σε σακούλα σκουπιδιών και το πέταξε σε κάδο απορριμμάτων λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σπίτι τους.
Όταν όμως οι αρχές εντόπισαν το άψυχο κορμάκι της 6χρονης μέσα σε κάδο απορριμμάτων, ο 62χρονος «έσπασε» και μίλησε για όσα έγιναν εκείνο το μοιραίο βράδυ με «πρωταγωνιστή» τον ίδιο και απούσα τη σύζυγο του, η οποία εκείνο το βράδυ νοσηλεύονταν σε νοσοκομείο λόγω κάποιου προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε. Τα όσα ανέφερε ο πρώην αστυνομικός ενώπιον των αρχών για το πως διέπραξε το έγκλημα αλλά και τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτό, άφησαν άφωνους ακόμη και τους πιο ψύχραιμους και έμπειρους αστυνομικούς.
Όπως είπε, όλα έγιναν επειδή η 6χρoνη αρνήθηκε να κάνει μπάνιο, ενώ παραδέχτηκε πως προσπάθησε να συγκαλύψει την δολοφονία φροντίζοντας να ξεφορτωθεί τη σωρό της, πετώντας την στα σκουπίδια, τυλιγμένη μέσα σε τρεις μεγάλες σακούλες.
Η κυνική ομολογία
Ο 61χρονος όμως αναφέρθηκε και στα κινητικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η μικρή Στέλλα, τα οποία όπως ανέφερε του είχαν προκαλέσει κατάθλιψη: «Εξαιτίας του προβλήματος της Στέλλας έπεσα σε κατάθλιψη με αποτέλεσμα εδώ και τρία χρόνια να παίρνω φαρμακευτική αγωγή», κατέθεσε και περιγράφοντας τη σκηνή του εγκλήματος είπε στις αρχές:
«Παρακάλεσα πάλι την Στέλλα να την κάνω μπάνιο. Εκείνη εξακολουθούσε να μην θέλει, γιατί ήθελε τη μαμά της. Άρχισε να με χτυπάει με τα χέρια της στην κοιλιά. Όπως με χτυπούσε και το κεφάλι της βρισκόταν στο ύψος του στήθους μου, την έσφιξα με το δεξί μου χέρι για να σταματήσει να με χτυπάει, μέχρι που κατάλαβα ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Άνοιξα το χέρι μου που την έσφιγγα και η Στέλλα έπεσε στο πάτωμα. Είδα ότι δεν ανέπνεε και κατάλαβα ότι κάτι κακό είχε γίνει. Τα έχασα, τρομοκρατήθηκα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να βγάλω τη Στέλλα, έξω από το σπίτι. Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα τρεις μαύρες σακούλες σκουπιδιών».
Στη συνέχεια με κυνικότητα που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης αν(τ)οχής, ο πρώην αστυνομικός περιέγραψε πως έβαλε το παιδί του στις σακούλες σκουπιδιών: «Όπως ήταν πεσμένη στο πάτωμα έβαλα τη Στέλλα σε μία από αυτές τις σακούλες ξεκινώντας από το κεφάλι της και καταλήγοντας στα πόδια. Θέλω να σας πω, δηλαδή, ότι η σακούλα έκλεινε στα πόδια της… Μετά σκέφτηκα να σκηνοθετήσω το χώρο για να φαίνεται ότι κάποιος έκανε ληστεία….Ξέχασα να σας πω ότι στις σακούλες σκουπιδιών που έβαλα την Στέλλα, έβαλα και μία κόκκινη κουβερτούλα που πήρα από το κρεβάτι της, μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω να σας απαντήσω».
«Κατάθλιψη»
Ενώπιον των αρχών και σε μια προσπάθεια προφανώς να ελαφρύνει τη θέση του (!), ο πρώην αστυνομικός υποστήριξε ότι έπασχε από κατάθλιψη και πως δεν είχε συνείδηση των πράξεων του. Μάλιστα, άφησε να εννοηθεί πως είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά σε μικρή ηλικία. Την εκδοχή που προέβαλλε ο 62χρονης περί κατάθλιψης φαίνεται να επιβεβαιώνει, όμως και νευρολόγος – ψυχίατρος, η πραγματογνωμοσύνη του οποίου περιλαμβάνεται στη δικογραφία.
Όπως αναφέρει στο σχετικό πόρισμά του, ο ψυχίατρος ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, έπασχε από «καταθλιπτική συνδρομή για την αντιμετώπιση της οποίας λάμβανε συνδυασμό αντικαταθλιπτικών και αντιψυχωσικών ουσιών». Ακόμη, κατά τον ίδιο χρόνο ο κατηγορούμενος «είχε μεν επίγνωση των πράξεων του, ωστόσο παρουσίαζε μείωση της δυνατότητας αξιολόγησης των τεκταινομένων και της ικανότητας να αντιληφθεί πλήρως το άδικο των πράξεων του, καθώς υπήρξε σύγκρουση καθηκόντων μεταξύ της παροχής βοήθειας της κόρης του και της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στο καθήκον αυτό».
Ωστόσο, ο ψυχίατρος που ορίστηκε από την μητέρα της μικρής, η οποία θα βρίσκεται απέναντι του στο δικαστήριο διαπίστωσε πως το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος «δεν είχε διαταράξει τις πνευματικές λειτουργίες ούτε είχε επιφέρει διαταραχή της συνείδησης σε βαθμό τέτοιο που να μπορούσε να επηρεαστεί η ικανότητα του να διακρίνει και να αντιληφθεί το δίκαιο και το άδικο της πράξης του και η αντίληψη του για τις επιπτώσεις αυτές…». Τέλος, ο πραγματογνώμονας που ορίστηκε από την μητέρα εστιάζει στις μετέπειτα ενέργειες του οι οποίες, όπως αναφέρει, απαιτούσαν «οργανωμένη σκέψη και δράση» προκειμένου να συγκαλυφθεί η δολοφονία του παιδιού.