Σύμφωνα με νέα έρευνα βρισκόμαστε στο χείλος -ακόμη- μίας κλιματικής καταστροφής. Η οποία, εκτός των άλλων, θα φέρει την Ευρώπη αλλά και τη Βόρεια Αμερική αντιμέτωπες με έναν νέο μεγάλο λιμό.
Το δυσοίωνο σενάριο που οι επιστήμονες πίστευαν ότι θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε τον επόμενο αιώνα, συμβαίνει ήδη. Οι περισσότεροι έχουμε μία τουλάχιστον αόριστη εικόνα του Ιρλανδικού Λιμού της Πατάτας το 1845 -όταν εξαιτίας της Μεγάλης Πείνας εκατομμύρια Ιρλανδοί εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να επιβιώσουν, αναζητώντας το μέλλον τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Επίσης, μπορεί οι Αμερικανοί να μην γνωρίζουν πολλά για τον λιμό του 1816, οι Ευρωπαίοι ωστόσο, ακόμη και εάν δεν ξέρουν τις λεπτομέρειες, έχουν ακούσει για το «Έτος χωρίς καλοκαίρι» (έτσι χαρακτηρίστηκε το 1816, η χρονιά που ακολούθησε την έκρηξη του όρους Ταμπόρα στην Ινδονησία που σημειώθηκε το 1815 και είχε ως αποτέλεσμα έναν ηφαιστειακό χειμώνα μέσα στο καλοκαίρι του 1816).
Η παγκόσμια θερμοκρασία μειώθηκε κατά 0,4 – 0,7 βαθμούς Κελσίου και η έλλειψη τροφής σε όλο το βόρειο ημισφαίριο -καθώς οι καλλιέργειες καταστράφηκαν είτε από τον παγετό, είτε από την παντελή έλλειψη ηλιοφάνειας- έφεραν πείνα, θανάτους και εξεγέρσεις. Το «Έτος χωρίς καλοκαίρι» επανέρχεται με αφορμή τις δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, καθώς παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους φόβους για την Ευρώπη. Ο λόγος για τον οποίον ο λιμός εκείνος, πριν από δύο αιώνες, τρομάζει ακόμη τους Ευρωπαίους είναι επειδή, σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι πιθανότητες να επανέλθει εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής είναι εξαιρετικά αυξημένες, με τη διαφορά ότι, τώρα, η διάρκεια θα είναι πολύ μεγαλύτερη του ενός έτους. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να προκαλέσει στην Ευρώπη, αλλά και σε μεγάλο μέρος της Βόρειας Αμερικής παρατεταμένο λιμό, ασθένειες, μετακινήσεις πληθυσμών, ερημοποίηση, συγκρούσεις, ό,τι δηλαδή, είχε φέρει μαζί της η κλιματική αλλαγή τις τελευταίες δεκαετίες του Μεσαίωνα.
Το «Έτος χωρίς Καλοκαίρι»
Το 1815, το ηφαίστειο Ταμπόρα στις τότε Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες εξερράγη εκτοξεύοντας τεράστιες ποσότητες τέφρας στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας. Με εκτιμώμενο όγκο εκτινασσόμενου υλικού ίσο με 160 χλμ³, η έκρηξη ήταν η μεγαλύτερη ηφαιστειακή έκρηξη στην καταγραμμένη ιστορία. Η τέφρα τύλιξε τον πλανήτη ρίχνοντας κατακόρυφα τη θερμοκρασία. Αυτό ήταν αρκετό για να φέρει στην Ευρώπη τον χειρότερο λιμό του 19ου και 20ού αιώνα από φυσικά φαινόμενα.
«Οι χαμηλές θερμοκρασίες και οι έντονες βροχοπτώσεις είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή της συγκομιδής στη Βρετανία και την Ιρλανδία. Οι οικογένειες στην Ουαλία εξαναγκάστηκαν σε επαιτεία, παρακαλώντας για λίγη τροφή διανύοντας μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις στην άλλη άκρη της χώρας. Οι καταστροφές στις καλλιέργειες του σταριού, της βρώμης και της πατάτας -από την τελευταία οι Ιρλανδοί ήταν απόλυτα εξαρτημένοι- στη βόρεια και τη νοτιοδυτική Ιρλανδία, προκάλεσαν πρωτοφανή επισιτιστική κρίση. Στη Γερμανία οι τιμές των τροφίμων εκτοξεύθηκαν και οι άνθρωποι άρχισαν να κάνουν επιδρομές σε αποθήκες σιτηρών και αρτοποιεία. Οι ευρωπαϊκές πόλεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με εμπρησμούς, λεηλασίες και ταραχές. Κι όμως, το χάος αυτό δημιουργήθηκε επειδή για μία και μόνη χρονιά, η θερμοκρασία έπεσε λιγότερο από έναν βαθμό κελσίου.
Η υπόθεση και μόνο ότι το κρύο μπορεί να επιμένει και να συνεχίζεται από τη μία δεκαετία στην άλλη και επιπλέον, η πτώση της θερμοκρασίας να είναι μεγαλύτερη του ενός βαθμού, είναι αρκετή για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι, σε μία τέτοια περίπτωση, η Ευρώπη θα ζήσει ένα εφιαλτικό σενάριο, με μια κοινωνική και οικονομική κρίση, το ακριβές μέγεθος της οποίας είναι αδύνατο να εκτιμηθεί, εξαιτίας μιας απρόβλεπτης αλληλουχίας εξελίξεων. Η κλιματική αλλαγή βεβαίως και δεν είναι υπόθεση εργασίας. Είναι σε εξέλιξη και οι επιστήμονες -μεταξύ αυτών και οι πολιτικοί επιστήμονες- γνωρίζουν ότι τα τελευταία 30 χρόνια η υπερθέρμανση του πλανήτη έσπρωξε την έρημο νότια της Συρίας (όπως συνέβη και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής), εκτοπίζοντας πάνω από 1 εκατομμύριο οικογένειες αγροτών, καθώς οι καλλιέργειες τους έγιναν σκόνη και άμμος, παράλληλα με τον πόλεμο και τις συγκρούσεις σε Αίγυπτο, Λιβύη και Τυνησία. Μόλις μερικά χρόνια παρατεταμένης κακοκαιρίας είναι αρκετά για να γίνει η Ευρώπη ακόμη χειρότερη από τη σημερινή Συρία. Πάνω από την ήπειρο θα πλανάται ο θάνατος, η πείνα και οι ασθένειες, ενώ η τεράστια ζήτηση για τρόφιμα θα πυροδοτήσει κρίσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η «μεγάλη ζώνη μεταφοράς του ωκεανού»
Αλλά πώς η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να παγώσει το ανατολικό τμήμα της Βόρειας Αμερικής και ολόκληρη την Ευρώπη; Ένα βαθύ ρεύμα των ωκεανών που ονομάζεται «μεγάλη ζώνη μεταφοράς του ωκεανού» (επιστημονικά γνωστή με τα αρχικά AMOC) φέρνει το θερμό νερό του Νότιου Ειρηνικού κάτω από τη νότια άκρη της Αφρικής και στη συνέχεια μέχρι την ανατολική ακτή της Νότιας και Βόρειας Αμερικής -ο λόγος για το Gulf Stream- στη Δυτική Ευρώπη. Αυτό το ρεύμα, ο «ποταμός νερού» -μεγαλύτερος σε όγκο από όλους τους χερσαίους ποταμούς στον κόσμο- στέλνει εκατομμύρια τόνους θερμού ύδατος το λεπτό σε ένα τελικό σημείο που βρίσκεται ακριβώς νότια της Γροιλανδίας και δυτικά της Βρετανίας. Στο σημείο αυτό ένα μεγάλο μέρος της θερμότητας του νερού ανεβαίνει στην ατμόσφαιρα για να ζεστάνει την Ευρώπη. Στη συνέχεια, το δροσερό πια και αλατώδες νερό της θάλασσας καταλήγει βαθιά στον ωκεανό προκειμένου να ξεκινήσει το πολυετές ταξίδι του πίσω στον Νότιο Ειρηνικό.
Η «παγκόσμια ζώνη μεταφοράς του ωκεανού», με την οποία είναι ίσως πιο εξοικειωμένοι όσοι έχουν παρακολουθήσει το ντοκιμαντέρ «Μια Άβολη Αλήθεια», μεταφέρει θερμά, επιφανειακά ύδατα από τον Ατλαντικό προς την Αρκτική. Στην πορεία, το νερό αυτό θερμαίνει τον αέρα σε μεγάλα γεωμετρικά πλάτη και έπειτα ψυχραίνεται, βυθίζεται και αναδύεται ξανά στον ισημερινό, όπου κυκλοφορεί ως ρεύμα σε μικρότερα βάθη. Επειδή το σύστημα τίθεται σε λειτουργία τόσο από τη θερμοκρασία όσο και από την ξαφνική αύξηση της αλατότητας καθώς χάνει θερμότητα στον Βόρειο Ατλαντικό, ονομάζεται thermohaline.
Σημειώνεται ότι, το γλυκό νερό παγώνει σε υψηλότερη θερμοκρασία από το θαλασσινό. Στο Λονδίνο και το Άμστερνταμ, που βρίσκονται σε γεωγραφικό πλάτος παρόμοιο με το Κάλγκαρι και το Έντμοντον, επικρατούν οι ίδιες καιρικές συνθήκες με την Ευρώπη επειδή στον Ατλαντικό Ωκεανό που «ρυθμίζεται» από τη θερμότητα και το αλάτι.
Η Βρετανία, η Γερμανία, η Ολλανδία η Πολωνία, όλη η Βόρεια Ευρώπη και η Σκανδιναβία είναι περίπου στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με την περιοχή που ξεκινά από τον κεντρικό Καναδά και φτάνει μέχρι την Αλάσκα. Το μόνο που τους δίνει θερμοκρασίες ικανές ιδανικές για πλούσιες καλλιέργειες (σε αντίθεση με την Αλάσκα) είναι η θερμότητα που διανέμεται από τη Μεγάλη Ζώνη Μεταφοράς. Ο βασικός ρυθμιστής της συνεχούς κίνησης της AMOC είναι η απίστευτη αλατότητα που σχηματίζεται στον Βόρειο Ατλαντικό, καθώς το ρεύμα δίνει θερμότητα στον αέρα της Ευρώπης. Επειδή το έντονα αλατούχο νερό είναι πολύ πιο πυκνό και βαρύτερο από το φυσιολογικό θαλασσινό νερό, βυθίζεται προς τα βαθύτερα μέρη του ωκεανού, τραβώντας το υπόλοιπο ρεύμα πίσω του και βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο στη διατήρηση της ροής της AMOC. Αν «κάτι» αρχίσει να τροφοδοτεί με φρέσκο νερό την περιοχή αυτή, διαλύοντας την αλατότητα της AMOC στο σημείο εκείνο, τότε η πυκνότητα του νερού θα μειωθεί, που σημαίνει μείωση της ροής -επιβράδυνση του υδάτινου «ιμάντα μεταφοράς» -σαν να κατεβάζει κάποιος τον διακόπτη παροχής της κύριας πηγής θερμότητας της Ευρώπης.
Το δυσοίωνο σενάριο συμβαίνει ήδη
Σύμφωνα με το alternet.org, πρόκειται για ένα σενάριο που οι περισσότεροι επιστήμονες του κλίματος -μέχρι τώρα- θεωρούσαν πολύ μακρινό, ακόμη και σε σχέση με τον επόμενο αιώνα. Με τη διαφορά ότι, συμβαίνει ήδη, τόσο στην Ανταρκτική όσο και στα ανοιχτά των ακτών της Γροιλανδίας εξαιτίας των παγετώνων που λιώνουν. Μόλις πριν από έναν μήνα, τον περασμένο Απρίλιο, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οκτώ από τους μεγαλύτερους παγετώνες της Ανταρκτικής παρουσιάζουν σημάδια διάλυσης.
Ένα μέρος της κυκλοφορίας της AMOC τρέχει γύρω από την Ανταρκτική. Και λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, η Ανταρκτική ρίχνει εκατοντάδες δισεκατομμύρια τόνους παγωμένου γλυκού νερού στον ωκεανό κάθε χρόνο -το οποίο αραιώνει και ψύχει το θαλασσινό νερό και επιπλέον, μειώνει την τοπική κυκλοφορία του ρεύματος. Ο Chris Mooney έγραφε στην Washington Post στις 14 Μαρτίου 2018 σε άρθρο του με τίτλο «Μια από τις πιο συγκλονιστικές προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή μπορεί να γίνει πραγματικότητα»: «Νέα έρευνα, βασισμένη στις μετρήσεις των ωκεανών στα ανοικτά των ακτών της Ανατολικής Ανταρκτικής, δείχνει ότι η τήξη των παγετώνων της Ανταρκτικής πράγματι τροφοδοτεί με ‘φρέσκο νερό’ τον ωκεανό που τις περιβάλλει.
Και αυτό με τη σειρά του, εμποδίζει τη διαδικασία στην οποία το ψυχρό και το αλμυρό νερό του ωκεανού βυθίζονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας το χειμώνα, σχηματίζοντας ‘το πυκνότερο νερό στη Γη’…» Εν τω μεταξύ, το βόρειο τμήμα της Μεγάλης Ζώνης Μεταφοράς που θερμαίνει την Ευρώπη παρουσιάζει πρόβλημα στον Βόρειο Ατλαντικό, καθώς κάθε χρόνο πέφτουν σε αυτό εκατοντάδες δισεκατομμυρίων τόνων κρύου, γλυκού νερού από τον λιωμένο παγετώνα της Γροιλανδίας η τήξη των οποίων οφείλεται στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Σύμφωνα με νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και του Ωκεανογραφικού Ινστιτούτου Woods Hole το πρόβλημα στη Μεγάλη Ζώνη Μεταφοράς ξεκίνησε την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης, όταν για πρώτη φορά μετά από εκατομμύρια χρόνια ανθρώπινης εξέλιξης άρχισε η εκπομπή δισεκατομμυρίων τόνων διοξειδίου του άνθρακα από ορυκτά καύσιμα. Η Μεγάλη Ζώνη Μεταφοράς έχει έκτοτε διαταραχθεί και η ταχύτητα αποδιοργάνωσης -διάλυσης- της έχει σημάνει συναγερμό στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Οι επιστήμονες πλέον ανησυχούν ότι υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να είμαστε κοντά στο σημείο καμπής, στη «στιγμή» κατά την οποία αυτός ο ποταμός θερμού και αλμυρού ύδατος θα υποστεί αλλαγές ή, ακόμη και ότι θα «καταρρεύσει» γρήγορα, σχεδόν χωρίς προειδοποίηση, μια δραματική αλλαγή που θα χρειαζόταν δεκάδες χιλιάδες χρόνια για να αναστραφεί ή, να αποκατασταθεί.
Όπως δήλωσε ο δρ Michael Mann, ένας από τους πλέον αναγνωρισμένους επιστήμονες του κλίματος στον κόσμο και ιδρυτής του «stick hockey» που ο Αλ Γκορ έκανε δημοφιλές, σε τηλεοπτική εκπομπή στις 24 Απριλίου «πρόκειται για ένα εν δυνάμει σημείο καμπής, το οποίο από τη στιγμή που θα αρχίσει να συμβαίνει θα εξελιχθεί ταχύτατα. Ο κίνδυνος είναι ότι καταγράφεται ήδη μια σημαντική επιβράδυνση στο ωκεάνιο πατρόν κυκλοφορίας [και αυτό] αυξάνει την πιθανότητα να είμαστε ακριβώς στο σημείο κατά το οποίο ουσιαστικά απλά θα κλείσει».
Πρόσθεσε επίσης, ότι μέχρι πρόσφατα οι επιστήμονες πίστευαν ότι είχαμε 100 χρόνια έως ότου κληθούμε να αντιμετωπίσουμε το καταστροφικό αυτό σενάριο: «Εάν μιλήσουμε λαμβάνοντας υπόψιν τα κλιματικά μοντέλα, ακόμα και μέχρι πριν από 5 ή 6 χρόνια, θα λέγαμε ότι αυτό το σενάριο δεν είναι πιθανό, για τουλάχιστον ακόμη έναν αιώνα. Δεν το περιμέναμε, αλλά συμβαίνει ήδη». Μπορεί οι Αμερικανοί να θεωρούν ότι, δεν είναι δικό τους πρόβλημα, ότι είναι μία εξέλιξη που αφορά την Ευρώπη, αλλά οι συνέπειες θα είναι επίσης καταστροφικές για τις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Όπως σημειώνουν οι επιστήμονες της NASA σε μία από τις ελάχιστες ιστοσελίδες για την κλιματική αλλαγή που οι οπαδοί τoυ Τραμπ δεν έχουν ακόμη «κατεβάσει»: «Χωρίς την τεράστια θερμότητα που παράγουν αυτά τα ωκεάνια ρεύματα -η οποία ισούται με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας 1 εκατομμυρίου πυρηνικών σταθμών –η μέση θερμοκρασία της Ευρώπης θα πέσει πιθανώς από 5 έως 10 βαθμούς Κελσίου. Μια τέτοια πτώση παραπέμπει στις μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες προς το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων πριν από περίπου 20.000 χρόνια». Συνεπώς, δεν διακυβεύεται πλέον μόνο η ζωή των παιδιών και των απογόνων αυτών. Εάν οι δυσοίωνες αυτές προβλέψεις επιβεβαιωθούν άμεσα, τότε η ζωή μας είναι υπό απειλή.