Τους ανθρώπους με το πεινασμένο μάτι να φοβάσαι παιδί μου.
Εκείνους που είναι τόσο μίζεροι που δεν κατάφεραν ποτέ να απολαύσουν τίποτα. Δεν είναι πως δεν τους δόθηκε. Είναι πως αυτό που τους δόθηκε δεν τους έφτανε. Το ήθελαν “όλο” και το ήθελαν “μόνο δικό τους”. Αντί να απολαύσουν το τώρα, την στιγμή, εκείνα που τους δινόντουσαν, εκείνοι θέλανε “κι άλλο”, “παραπάνω”.
Είναι εκείνοι που ακόμα και το χαμόγελό τους είναι μίζερο και μετρημένο και ποτέ δεν φτάνει από τα χείλια τους στα μάτια τους. Δεν μπορούν να χαρούν με καμιά χαρά, γιατί για εκείνους η χαρά σου είναι απλά ένα “γιατί όχι εγώ”.
Όλοι έχουν τις ίδιες σουφρωμένες φάτσες και σφιγμένα χαρακτηριστικά. Σαν κάτι να τους τρώει από μέσα. Ανοίγουν το στόμα να μιλήσουν και από μέσα τους αναβλύζει σαπίλα, λες και κάτι ψόφησε πρόσφατα. Αδυνατούν να ηρεμήσουν. Πρέπει πάντα να βρουν εξιλαστήριο θύμα σε έναν εξωγενή παράγοντα.
Θα πάρουν τις λέξεις σου, τις εκφράσεις σου, θα υιοθετήσουν εκείνα που εσύ αγαπάς και στο τέλος θα προσπαθήσουν να ζήσουν την ζωή σου. Μόνο που κανείς δεν τους είπε πως η ζωή σου, δεν ήταν ποτέ στρωμένη με ροδοπέταλα. Έχεις περάσει δυσκολίες, έχεις πέσει κι έχεις γκρεμοτσακιστεί, έχεις πονέσει κι έχεις ματώσει. Δεν σου δόθηκε τίποτα απλόχερα και χωρίς κόπο.
Μόνο που κάθε φορά που έπεφτες, σηκωνόσουνα και χαμογελούσες. Έκλεινες το μάτι στην ζωή και συνέχιζες.. Δεν μοιρολατρούσες. Δεν ζήλευες την ευτυχία κανενός. Μόνος σου την έχτιζες την ζωή σου, κομματάκι κομματάκι. Κι ήταν μια ζωή που τους χώραγε όλους μέσα της! Όλους εκτός από τους μίζερους. Εκτός από εκείνους τους κισσούς που ζουν από την ζωή σου.
Όλους εκτός από εκείνους τους αχάριστους που δεν έμαθαν ποτέ να δίνουν αγάπη χωρίς αντάλλαγμα. Να δίνουν χαρά χωρίς προσδοκία. Να δίνονται απλόχερα από ψυχής.
Δεν έχουν μάθει να χειρίζονται την ευτυχία. Πάντα κάτι θα ελλοχεύει από πίσω. Κι αν δε συμβαίνει αυτό, τότε πολύ άνετα θα το δημιουργήσουν
Ή θα κλαίγονται. Αλύπητα, ασταμάτητα και ανελέητα. Για ψύλλου πήδημα. Για τα φραγκοδίφραγκα που χάσανε σε μια αγορά, της τάξης του cent, γιατί «σε ένα μήνα αυτό είναι 1 ευρώ», για την ατυχία που μόνο τη δική τους πόρτα χτυπάει επειδή έπεσε λίγο παραπάνω αλάτι στο φαΐ, για τις επαναλαμβανόμενες «μαλακίες» που τους παίξανε φίλοι και σύντροφοι ενώ οι ίδιοι συνεχίζουν να επιλέγουν τον ίδιο τύπο προσώπων στη ζωή τους.
Εξωτερικεύουν την ασχήμια του εσωτερικού τους κόσμου στην εμφάνισή τους διαλέγοντας ρούχα και άλλες στυλιστικές επιλογές, που, όχι απλά δεν τους κολακεύουν, αλλά τονίζουν χειρότερα τα όποια ελαττώματά τους.
Έχουν και μια κλαψιάρικη, λυρική φωνή σε μόνιμη ελάσσονα μπόνους. Λες και θέλουν να φαίνονται πιο άσχημοι, για να βρίσκει τόπο η μιζέρια να προσγειωθεί πάνω τους, λες και δεν τους έφτανε η εσωτερική.
Ναι ρε φίλε, αυτούς τους ανθρώπους η δική μου η ζωή, δεν τους χωράει. Βαρέθηκα την κακομοιριά σας, τις σκευωρίες σας, την έλλειψη διάθεσης για ζωή από παντού,τις μεμψίμοιρες φάτσες. Πάτε να κλειστείτε στο δωμάτιο και την κοσμάρα σας και αφήστε τους υπόλοιπους να ζήσoυν χωρίς κόμπλεξ, τσίτα και φαγωμάρα.
Απλά γιατί στην δική μου την ζωή, το “περνάω καλά”, σημαίνει μια μέρα στην θάλασσα με φίλους, μπύρες και ιστορίες. Με γέλια και δάκρυα μα πάνω από όλα με αληθινά χαμόγελα.
Διαβάστε επίσης