Με τίτλο «Αντώνη Ρέμο, καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή» και ένα κείμενο κόλαφο απάντησε ο τηλεκριτικός Κοσμάς Βίδος στην ατάκα του τραγουδιστή «Εγώ δημοσιογράφος; Εγώ δε σε προσβάλω».
Ο Κοσμάς Βίδος μέσα από τη στήλη του στο protagon σχολίασε τη συνέντευξη του Αντώνη Ρέμου στον Νότη Σφακιανάκη, στο ραδιοφωνικό σταθμό Μουσικός Fm, γράφοντας χαρακτηρισιτκά…
«Αντώνη Ρέμο, καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή
Αν για τον τραγουδιστή το «δημοσιογράφος» είναι βρισιά, για εμάς ισχύει το «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Διότι τελευταία τον δημοσιογράφο θέλει να κάνει και αυτός. Και το κάνει άθλια, όπως αποδείχτηκε στη συνέντευξη με τον Νότη Σφακιανάκη.
Βρισκόμουν με έναν φίλο που θα αγόραζε καινούριο αυτοκίνητο στην αντιπροσωπεία. Ο πωλητής ήταν από εκείνους τους πωλητές-σόουμαν που καταφέρνουν να είναι χαριτωμένοι και εκνευριστικοί την ίδια στιγμή. «Τι δουλειά κάνετε;», με ρώτησε. «Δημοσιογράφος». «Και εσείς;». «Δημόσιος υπάλληλος», απάντησε ο φίλος. «Δηλαδή είμαστε εδώ μαζεμένοι ένας ψεύτης, εγώ ο πωλητής, ένας διεφθαρμένος, εσείς ο δημοσιογράφος, και ένας τεμπέλης, ο δημόσιος υπάλληλος», είπε γελώντας. Γελάσαμε λίγο και εμείς (τι άλλο να κάναμε;), είπαμε κάτι για τα στερεότυπα και για το πόσο άδικα μπορεί να είναι, και επιστρέψαμε στην αγορά του αυτοκινήτου.
Θυμήθηκα το περιστατικό ακούγοντας τον Αντώνη Ρέμο να λέει, στην ανεκδιήγητη ραδιοφωνική συνέντευξη που πήρε από τον Νότη Σφακιανάκη στον «Μουσικός 98,6»: «Δημοσιογράφος δεν είμαι, μη με βρίζεις, εγώ ρε φίλε δε σε έχω βρίσει». Δεν είναι ωραίο να ακούς τέτοια πράγματα, δηλώσεις επιπόλαιες και προσβλητικές. Δεν αναφέρομαι μόνο σε αυτές για τους δημοσιογράφους που με αφορούν άμεσα, αλλά και σε εκείνες που βάζουν στο ίδιο τσουβάλι όλους τους γιατρούς, τους δικηγόρους, τους δημόσιους υπαλλήλους, τους Ρομά, τους Δεξιούς ή τους Αριστερούς, όλους τους Γερμανούς, όλους τους Έλληνες, όλους… γενικώς και αορίστως. Ακόμα και όλους τους τραγουδιστές-σταρ σαν τον Ρέμο, στα πρόσωπα των οποίων πολλοί βλέπουν τους μεγαλύτερους φοροφυγάδες.
Η κοινωνία μας κατακλύζεται από στερεότυπα, πάντα έτσι ήταν. Οι ειδικοί επισημαίνουν πως όσο και αν η λέξη έχει αρνητική χροιά βασίζεται στη φυσιολογική τάση που έχει το μυαλό μας να λειτουργεί με γενικεύσεις. Μπορώ να το καταλάβω. Τη ίδια στιγμή το στερεότυπο που παρουσιάζει επαγγελματικές ή κοινωνικές ομάδες με ισοπεδωτικό τρόπο, γεννάει προκατάληψη και ρατσισμό. Και αυτό δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, το ζούμε καθημερινά. Όμως, σε μια εποχή που ευνοεί την επικράτηση ολοκληρωτικών αντιλήψεων και υποθάλπει το μίσος (φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό…) ο σκεπτόμενος άνθρωπος ακόμα και αν αναγνωρίζει την ύπαρξη στερεότυπων δεν μπορεί να κρίνει μόνο με βάση αυτά. Είναι θέμα πολιτισμού. Και δεν επιτρέπεται να υποτιμά και να προσβάλει τσουβαλιάζοντας με ευκολία όλους τους ανθρώπους στο ίδιο σακί. Ξεχνώντας πως πολύ εύκολα μπορεί και εκείνος να βρεθεί στο ίδιο τσουβάλι με τους ομοίους του – ή με εκείνους που κάποιοι αδαείς θα θεωρήσουν ομοίους του.
Ο Αντώνης Ρέμος έχει βρεθεί πολλές φορές εκτεθειμένος, και έχει ακούσει πολλά: Για την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο (απόρροια της οποίας ήταν και δύο χρόνια φυλάκιση με αναστολή). Για την εμπλοκή του σε υποθέσεις φοροδιαφυγής. Έχει ακούσει πολλά και μετά τη συνέντευξή του στην τουρκική Hurriyet, όπου δήλωνε υπερήφανος που από τον τόπο καταγωγής του, τον Λαγκαδά, κατάγεται ο Κεμάλ Ατατούρκ. Με τόσο… βεβαρημένο παρελθόν θα περίμενε κανείς πως θα ήταν πιο προσεκτικός στη δημόσια κριτική του προς τους άλλους, ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο αστειεύεται αν θεωρήσουμε αστείο αυτό που είπε για τους δημοσιογράφους. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, για να μην προκαλεί.
Το συνηθίζει όμως να προκαλεί. Επίτηδες ή του ξεφεύγει; «Πολλές φορές παρεξηγήθηκαν τα λεγόμενά μου» έχει δηλώσει σε συνέντευξή του στο «Down Town». Το ίδιο ισχυρίστηκε πως έγινε και με τις δηλώσεις του στη Hurriyet, χαρακτηρίζοντας τον τρόπο που παρουσιάστηκαν μια «μεγάλη παρεξήγηση». Τότε, μετά το θόρυβο που προκλήθηκε, έτρεχε για να τα μαζέψει. Δεν ξέρω αν θα τα μαζέψει και τώρα, πιθανώς όχι, μπορεί πράγματι αυτή να είναι η άποψή του για τους δημοσιογράφους. Είναι δικαίωμά του, όπως είναι δικαίωμά μας να τον κρίνουμε, και από τις δηλώσεις του και από τις συμπεριφορές του.
Κατά τα άλλα, επειδή εσχάτως κάνει τον δημοσιογράφο παίρνοντας συνεντεύξεις, όσο και αν απεχθάνεται τη… φάρα μας, ας φροντίσει τουλάχιστον να μάθει πώς γίνεται σωστά η δουλειά. Η συνέντευξη του Σφακιανάκη, μια κουβέντα χωρίς ρυθμό, με κακά ελληνικά, κακά αστεία, κακές ερωτήσεις και ακόμα χειρότερες απαντήσεις, κατά τη διάρκεια της οποίας ακούστηκαν και από τις δύο πλευρές ενοχλητικές απόψεις, επιβεβαιώνει πως όσο εύκολα και απλά και αν φαίνονται ορισμένα πράγματα, χρειάζονται υπόβαθρο, γνώση, τρόπο και κόπο για να γίνουν αν όχι τέλεια, έστω ευπρόσωπα. Αν για τον κύριο Ρέμο το δημοσιογράφος είναι βρισιά, για εμάς «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».