Μοναδική, τολμηρή, αντισυμβατική και με γερή δόση αυτοσαρκασμού ήταν η Ρίκα Βαγιάνη για όσους την γνώριζαν. Πολλά ακόμη επίθετα θα μπορούσαν να ήταν αυτή η σπουδαία δημοσιογράφος, που με έβλεπα με την δική ματιά την πραγματικό της… παραδίδοντας μαθήματα αυτογνωσίας, ανθρωπιάς και δημοσιογραφίας!
Ο λόγος της μεστός, πηγαίος, άμεσος… ήταν όλα αυτά και ακόμη τόσα που μπορεί να σκεφτεί κάποιος για να περιγράψει αυτή την δημοσιογράφο, αυτόν τον άνθρωπο με την ξεχωριστή πένα!
Η υπογραφή της ανεξίτηλη… και σίγουρα μπορούσε να καταλάβεις ένα άρθρο της χωρίς να ξέρεις ότι είναι δικό της, γιατί απλά και μόνο έφερε την ταυτότητα της!
Μέσα από το παρακάτω άρθρο στο protagon.gr, περιγράφει τον χρόνο- «είμαι όσο νιώθω», μέσα από μια ιστορία Χριστουγεννιάτικη (31/12/2015), με τίτλο : «Δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω».
Ακολουθεί το άρθρο της
«Στο τραπέζι των αρραβώνων του Λ. και της Λ., κάναμε γλέντι τρικούβερτο. Οι άνθρωποι δεν αρραβωνιάζονται πια, τουλάχιστον όχι με τέτοια φασαρία και ντελαμπόνγκο και ντελαμπόνγκο, αλλά έτσι ήθελαν ο Λ. και η Λ. Ετσι κι έγινε. Μπήκαμε στο μαγαζί στις εννέα το βράδι νέοι, κεφάτοι κι ανέμελοι και βγήκαμε στις τέσσερις το πρωί, ως επίσημα… «Χαρούμενα Γηρατειά».
Ήταν ο πρώτος αρραβώνας-γάμος που γλεντήσαμε, στη ζωή μας, όχι ως φίλοι του γαμπρού και της νύφης, αλλά ως φίλοι των πεθερικών. Τόσο ανυποψίαστοι, που δεν το είχαμε καν συνειδητοποιήσει. Μόνο έπειτα από κάνα δυο ωρίτσες, όταν οι (σκάρτοι) τριαντάρηδες άρχισαν να σχηματίζουν τα δικά τους πηγαδάκια, μας χτύπησε κατακούτελα η πραγματικότητα. Είμαστε με τους γέρους! Τι «με», δηλαδή. Είμαστε οι γέροι! Οποια δικαιολογία κι αν ψελλίζαμε στον εαυτό μας, η πραγματικότητα δεν άλλαζε. Γινόταν γάμος – και δεν είμαστε εκείνοι που παντρεύονταν, ούτε οι φίλοι τους, αλλά… οι γονείς τους.
Κοίταξα τον εαυτό μου από το λαιμό και κάτω. Ντόινγκ! Να θυμηθώ στους επόμενους αρραβώνες παιδιών φίλου να φορέσω κάτι που δεν παραπέμπει σε πρώτο ραντεβού για σινεμά με καινούριο φλερτ, το 1986. Ουδεμία επίγνωση ματάκια μου γλυκά. Πού να μου κόψει; Επρεπε να το είχα υποψιαστεί όταν άρχισα να μαζεύω χαρτιά και να συμπληρώνω αιτήσεις για επικείμενη συνταξιοδότηση «λόγω γήρατος». Το αγνόησα, αφού στην Ελλάδα τα χαρτιά δεν εννοούν αυτό που γράφουν. Έπρεπε να έχω μυριστεί έστω, κάτι, όταν αυξήθηκε αφύσικα ο αριθμός των ανθρώπων που μου μιλάνε με το «σεις» και με το «σας».
«Κυρία Βαγιάννη να πάρω το παλτό σας»; «Κυρία Βαγιάννη, θα πιείτε έναν καφέ;» Η αυταπάτη του μοσχαριού ακλόνητη: Νόμιζα πως όλοι αυτοί που με κέρωναν και με λιβάνιζαν είχαν απλώς, αποκτήσει αιφνιδίως, καλή ανατροφή. Οι άνθρωποι -και πιο συγκεκριμένα οι γυναίκες- δεν καταλαβαίνουμε ότι γερνάμε, κοιτάζοντας τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Το άγχος της φθοράς μας κατατρέχει από τα είκοσι μας χρόνια. Όλη μας τη ζωή μετά την εφηβεία. την περνάμε λαχταρώντας είμαστε πιο αδύνατες, πιο ωραίες, πιο φρέσκιες, πιο σέξι.
Οι αριθμοί στις τούρτες δεν μας λένε τίποτα, «Είμαστε όσο νιώθουμε», μια σπουδαία κοινωνική κατάκτηση που δεν την υποτιμώ. Μόνο να φροντίσω μαζί με το «είμαι όσο νιώθω», να «νιώθω και πόσο είμαι»; Οχι για να κάτσω να σκάσω, (σιγά μη σκάσω) απλώς, να βρε, για να μη σκάω μύτη στους αρραβώνες με φουστάνι πιο εφαρμοστό από της νύφης ρε παιδί μου! Άργησα. Ολο αυτό έπρεπε να το έχω συνειδητοποιήσει (και να το έχω γράψει) πριν από τουλάχιστον μία δεκαετία. Αλλα πού να προκάνω;
Πριν από δέκα χρόνια, με πατημένα ήδη τα σαρανταπέντε, είχα μόλις γεννήσει το πρώτο μου παιδί. Πλήρης η σύγχυση εποχών, ηλικιών και σειρών. Μεγαλώνω, δεν εγκληματώ. Δεν σκοπεύω να μπω τιμωρία, επειδή μου συμβαίνει το φυσικότερο πράγμα στη ζωή. Να τις βράσω τις συμβάσεις. Πείτε ότι θέλετε για τον 21ο αιώνα, πάντως, έχει τα τυχερά του: Είναι μια καλή εποχή για να διατηρείται μια κυρία μάχιμη ερωτικά, αναπαραγωγικά, σωματικά, επαγγελματικά, σε ηλικίες που μια ή δυο γενιές πριν, έπαιρναν νούμερο για απόσυρση. Ετσι, αν δεν λωλαθούν ή δεν τα κακαρώσουν προώρως (άλλο τεράστιο επίτευγμα, ματάκια μου, που και αυτό δεν το βάζεις λίγο), τα κορίτσια του δυτικού κόσμου, βρέθηκαν ξαφνικά με μια έξτρα εικοσαετία πλήρους και δυναμικού αξιόμαχου σε όλα τα επίπεδα. (Κι όταν λέω σε όλα, εννοώ σε όλα).
Οι άντρες, λόγω κοινωνικών συνθηκών και μεγαλύτερης προπόνησης, το έχουν βρει. Ένας εξηντάρης δεν τραβάει ζόρια με το πώς κυκλοφορεί, εργάζεται, ντύνεται ή αγαπάει. Μια γυναίκα εξήντα χρονών σήμερα, απολύτως παρούσα σε όλα τα επίπεδα της ζωής, είναι σχετικά καινούριο κόνσεπτ στην ελληνική κοινωνία. Χρειάζεται να εφεύρει τον εαυτό της, αισθητικά, κοινωνικά, ψυχικά, σωματικά. Όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για όλες εκείνες που ακολουθούν. Τσεμπέρια, ρόμπες, και στολές σε στυλ «Οίκος Ευγηρίας το χαρούμενο Πολυέστερ» είναι παρελθόν. Επιτέλους, λίγο πριν από τα εξήντα, έχουμε βρει πλέον το στυλ μας και δεν θα κάνουμε σε κανένα κερατά τη χάρη να το εγκαταλείψουμε.
Αντε να το «μοντάρουμε» κάπως, προς το λιγότερο έξαλλο, αν και μεταξύ μας, προσωπικώς και επ’ αυτού, δεν υπόσχομαι τίποτα, Μεγαλώνω, δεν εγκληματώ. Δεν σκοπεύω να μπω τιμωρία, επειδή μου συμβαίνει το φυσικότερο πράγμα στη ζωή. Να τις βράσω τις συμβάσεις. Μάλλον δεν πρόκειται να τις ακολουθήσω – δεν ήμουν άλλωστε ποτέ ο τύπος. Μόνο μια σε ένα πράγμα δεσμεύομαι: Περισσότερο για το δικό μου το καλό, παρά για την «γνώμη του κόσμου» (για την οποία, όσο περνούν τα χρόνια, νιώθω ολοένα και πιο αδιάφορη). Όταν, στο εξής, οι φίλοι μου παντρεύουν τα παιδιά τους, υπόσχομαι να μην ντύνομαι (η Θεός φυλάξοι, να μη… γδύνομαι) πιο νεανικά από τη νύφη!».
Το άρθρο της δημοσιεύτηκε στο Protagon.gr
Διαβάστε επίσης