Το τελευταίο συγκλονιστικό κείμενο της Ρίκας Βαγιάνη και οι φωτογραφίες μέσα από το νοσοκομείο.
Συγκλονισμένη είναι ακόμα όλη η Ελλάδα από τον αιφνίδιο θάνατο της Ρίκας Βαγιάνη!
Η δημοσιογράφος έφυγε από τη ζωή μετά από τρίχρονη μάχη με τον καρκίνο, μόλις στα 56 της χρόνια!
Η Ρίκα, άφησε πίσω της τον γιο της, Οδυσσέα, που ήταν μόλις 12 χρονών και τον αγαπημένο της σύζυγο Νίκο Στεφανή. Η Ρίκα έγραψε τη δική της ιστορία στην ελληνική δημοσιογραφία αφού η πένα της και ο καυστικός της λόγος θα αποτελούν για πάντα «μάθημα» για όλους τους νέους και όχι μόνο του επαγγέλματος.
Η Ρίκα λοιπόν μέχρι την τελευταία στιγμή έγραφε. Έγραφε πολύ και έγραφε για τη ζωή της… για όσα ήθελε να κάνει και για όσα περνούσε μέσα στους τοίχους του νοσοκομείου όπου έδινε μάχη. Σήμερα λοιπόν, για πρώτη φορά το Youweekly.gr μοιράζεται μαζί σας το τελευταίο της συγκλονιστικό κείμενο αλλά και τις φωτογραφίας της Ρίκας λίγο πριν φύγει από την ζωή.
Όπως θα δείτε η Ρίκα Βαγιάνη δεν έχασε λεπτό το χιούμορ της αλλά και την ιδιαίτερη ομορφιά της! Στις εικόνες που το Youweekly.gr αναδημοσιεύει η ίδια δεν φαίνεται ταλαιπωρημένη, άρρωστη και σε κακή διάθεση αλλά κυριολεκτικά είναι ολόιδια με την λαμπερή «Βαγιάνη»που όλοι βλέπαμε μέσα από την τηλεόραση όλα αυτά τα χρόνια!
Το τελευταίο κείμενο της Ρίκας Βαγιάνη
«Τσεκάρω by myself στο πνευμονολογικό του “Σωτηρία”, σήμερα το πρωί: (μη βιαστείτε να χαρείτε,ήδη βγήκα, ένα μίνι ρεκτιφιέ θέλανε οι τσιμούχες).
Ολα εντάξει, στην εξωτική “Σωτηρία”: τα γνωστά και οικεία. Αχ – βαχ και γκαχα γκουχα και “θε μου βόηθα με” και (“γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι; στη γέννα θα τα πούμε” να ψιθυρίζουν χαιρέκακα στον εγκέφαλό μου όλα τα καπνισμένα της ζωής μου αποτσίγαρα).
Και ασθενοφόρα ολούθε και σειρήνες ίου ίου και ουρές και επείγοντα, και εισαγωγές και σφραγίδες και φορεία, και οξυγόνα, και δώστου γκαχ και γκουχ και χαπ και χουπ, και άνθρωποι λίγο άρρωστοι, και άλλοι πολύ βαρειά άρρωστοι, και ανήσυχοι συγγενείς,δακρυσμένα πρόσωπα, καταιδρωμένο προσωπικό, μια φυσιολογική μέρα σε πνευμονολογική μονάδα.
Αράζω ωραία ωραία στο κρεβατάκι μου που έχουν τσακιστεί οι άνθρωποι να πλύνουν- καθαρίσουν- απολυμάνουν, Και ξαπλώνω πειθήνεια καταεκτιμώντας μέχρι συγκίνησης το καθαρό σεντόνι και το σφουγγαρισμένο πάτωμα, και γέρνω κεφάλι πίσω να φορέσω το νεφελοποιητή ΚΑΙ ΤΙ ΝΑ ΔΩ ΜΩΡΗ;
ΤΟΝ ΤΡΑΓΟ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ ΣΕ ΜΟΡΦΗ ΚΑΡΤΟΛΙΝΑΣ.
Οπου με πιάνει τρομώδης υστερία- ευτυχώς είχε έρθει η Στεφανία να μου κάνει παρέα, άνευ λόγου, έτσι, για το πουτσοχάμπερο, κι εγώ, σε σόκ, με το μάτι γυρισμένο λευκό, σε ντελίριο ντρέμενς, “ΒΓΑΛΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΠΑΠΑΡΔΟ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ ΤΩΡΑΑΑ” να μουγκρίζω υποκώφως μέσα από τη μάσκα, να χτυπάω χέρια και πόδια σαν τον Τράμπ όταν τον βρίζουν στο Τουίττερ, ΒΓΑΛΤΕΤΟΝ ΑΠΟΔΩΩΩΩΩΩ”. ΒΓΑΑΑΑΛΤΟΟΟΟΟΟΟΟΟΝ
Τέλος πάντων, τον αφαιρεί τον γαμιόλη απο το οπτικό μου πεδίο η θεότης Στεφανία προσπαθώντας να με ηρεμήσει με την ατάκα “συγγνώμη, Δρακουλάκι μου, νόμιζα ότι τον είχες βάλει εσύ”.
Ηθικό δίδαγμα: η κολλητή μου είναι μία ηλίθια, και απολύτως μαλακισμένη γκόμενα, άσε που πάσχει από καλπάζον αλζχάιμερ και δεν με γνωρίζει πλέον, (εγώ, να φέρνω αγίους στο νοσοκομείο, η οπουδήποτε αλλού ρεεεεε) αλλά χωρίς αυτήν θα είχα, τι να λέμε, ακαριαία πεθάνει. Και όχι μόνο σήμερα ,αλλα τουλάχιστον άλλες δέκα-καταγεγραμμένες- φορές στο παρελθόν.
Πάλι μου έσωσε τη ζωή, κανονικα όμως, το νούμερο.
Διαβάστε επίσης