Δεν συζητάω για τον θάνατο, αλλά τα νεκροταφεία δεν με αγχώνουν. Θα έλεγα ότι είναι ένα πολύ ήσυχο μέρος. Περπατώντας εκεί μέσα, παρατηρείς. Είναι σαν να χαζεύεις βιτρίνες».
Στα 63 του ο ηθοποιός Λίαμ Νίσον ομολογεί ότι μετά τον ξαφνικό χαμό της συζύγου του Νατάσα Ρίτσαρντσον το 2009, άλλαξε ριζικά.
Ύστερα από πολλά χρόνια κατάφερε να προσεγγίσει το θέμα του θανάτου με μια μεγάλη δόση «σκοτεινού χιούμορ».
Γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου 1952 στη πόλη Ballymena της βόρειας Ιρλανδίας. Μέχρι το 1975 η μοναδική επαφή του με το θεατρικό σανίδι ήταν σε ηλικία 11 ετών όταν συμμετείχε σε σχολική θεατρική παράσταση και αυτό γιατί πρωταγωνιστούσε το κορίτσι που του άρεσε.
Ήταν ο μοναδικός γιος ανάμεσα σε 4 κορίτσια. Η μητέρα του ήταν μαγείρισσα και ο πατέρας του επιστάτης. Η πρώτη του δουλειά, αφού παράτησε τις σπουδές του στη φυσική και την πληροφορική, ήταν οδηγός ανυψωτικού μηχανήματος στην βιομηχανία ζυθοποιίας Guinness.
Το ενδιαφέρον του για την υποκριτική και την απόφαση του να γίνει ηθοποιός επηρέασε ο χαρισματικός πρεσβυτεριανός ιερέας Ian Paisley. «Είχε μια υπέροχη παρουσία. Τον παρακολουθούσα να διαβάζει την Αγία Γραφή και η ενέργεια του ήταν μαγική. Έκανε θεατρικές κινήσεις και είχε έντονη αισθαντικότητα», είπε ο Νίσον σε συνέντευξη του.
Πριν πάρει όμως την απόφαση να γίνει ηθοποιός προσπάθησε να παίξει επαγγελματικο ποδόσφαιρο. Ένας αγώνας στην Bohemian F.C. ήταν αρκετός για τους παράγοντες, που έκριναν ότι δεν τους έκανε.
Το ποδόσφαιρο μάλλον δεν έχασε κάποιο σπουδαίο ταλέντο και αποφάσισε να στραφεί στην υποκριτική. Το 1976 ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στο Lyric Player’s Theatre του Μπέλφαστ παίζοντας παράλληλα για δυο χρόνια.
Τα επόμενα χρόνια τον βρήκαν στο Λονδίνο να παίζει δίπλα στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, τον Μελ Γκιμπσον, τον Λόρενς Ολίβιε και τον Άντονι Χόπκινς.
Το 1987 εγκαταστάθηκε στο Χόλιγουντ και πρωταγωνίστησε σε μεγάλες παραγωγές, μέχρι που το 1993 του προτάθηκε ο ρόλος του Όσκαρ Σίντλερ. Η ταινία «Λίστα του Σίντλερ» σε σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ τον καθιέρωσε κινηματογραφικά και του χάρισε μια υποψηφιότητα για το Όσκαρ του Α’ Ανδρικού ρόλου και μια για τη Χρυσή Σφαίρα. Ύστερα από κάποια χρόνια αποκάλυψε ότι εκτός από τον ίδιο, επικρατέστεροι για τον ίδιο ρόλο ήταν οι Κέβιν Κόστνερ, Μελ Γκίμπσον και Γουόρεν Μπίτι. Ο ηθοποιός πέρασε από οντισιόν τον Δεκέμβρη του 1992, αφού είχε διαβάσει το βιβλίο και όχι το σενάριο, που του είχαν υποδείξει.
Το 1994 παντρεύτηκε την ηθοποιό Νατάσα Ρίτσαρντσον, κόρη της διάσημης ηθοποιού, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, με την οποία απέκτησαν δυο γιους. Το 2009 ύστερα από ένα φρικτό ατύχημα στο σκι, η σύζυγός του χτύπησε στο κεφάλι και πέθανε.
Ο Λίαμ έπαθε κατάθλιψη. Ο θάνατός της τον ισοπέδωσε συναισθηματικά.
Τα τελευταία 6 χρόνια έχει γίνει Αμερικανός πολίτης και όπως έχει δηλώσει, ύστερα από μια αποτυχημένη απόπειρα να ξαναφτιάξει τη ζωή του, συνειδητοποίησε ότι το παιχνίδι των σχέσεων έχει τελειώσει οριστικά για εκείνον.
Το 2008 έκανε τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία της καριέρας του με την ταινία «Taken» όπου υποδύθηκε έναν συνταξιούχο πράκτορα της CIA που έχουν απαγάγει την κόρη του και ψάχνει με κάθε κόστος να την βρει.
Τα κέρδη της ταινίας ξεπέρασαν τα 224 εκατομμύρια δολάρια ενώ ο Λίαμ Νίσον είχε δηλώσει πως μέσα από αυτή την ταινία πίστεψε ότι είχε δημιουργήσει ανασφάλεια στον κόσμο που σκεφτόταν να μετακινηθεί στην Ευρώπη!
Ο ηθοποιός είναι πολύ ενεργός στην προσπάθεια καταπολέμησης της παράνομης οπλοκατοχής.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Independent δήλωσε: «Σε μια χώρα 300 εκατομμυρίων κατοίκων δεν μπορούν να υπάρχουν 300 εκατομμύρια διαθέσιμα όπλα. Ξεπερνάει κάθε φαντασία το γεγονός ότι ανήλικα παιδιά αφαιρούν ζωές με ευκολία και αυτό γιατί μπορούν χωρίς να ψάξουν ιδιαίτερα να βρουν όποιο όπλο θελήσουν».
Στην ίδια συνέντευξη ο Λίαμ Νίσον αποκάλυψε πως οι δυο μεγαλύτερες φοβίες του είναι το ύψος και η τεχνολογία, αποκαλύπτοντας ότι προσπαθεί μαζί με τους δυο γιους του να τις ξεπεράσει.
Διαβάστε επίσης