Γροθιά στο στομάχι αποτελούν οι συγκλονιστικές μαρτυρίες από τις τελευταίες στιγμές των δικών τους ανθρώπων που περιλαμβάνονται στην δικογραφία για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι.
Παράλληλα αποκαλύπτουν την παντελή έλλειψη οργάνωσης και ενημέρωσης, που στις κρίσιμες στιγμές ήταν μόνο από τα ΜΜΕ.
Ο Ελεύθερος Τύπος αποκαλύπτει τις μαρτυρίες που περιλαμβάνονται στη δικογραφία και τις περιγραφές που σοκάρουν.
Υψωσε τα χέρια στον ουρανό και φώναξε «θεέ μου συγχώρεσε με»
Η συγκλονιστική περιγραφή της κόρης του ιερέα Σπυρίδωνα Παπαποστόλου που έχασε τη ζωή του στη θάλασσα, ανάμεσα σε καύτρες που πετούσαν και αγριεμένα κύματα.
«Η μητέρα μου έπινε αρκετό νερό και έβαζε το δάχτυλο ώστε να προκαλέσει εμετό. Ο πατέρας μου προσπαθούσε και εκείνος και έφτυνε το νερό. Επινα και εγώ πολύ νερό. Ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Τα κύματα ερχόντουσαν από όλες τις κατευθύνσεις και η πορεία του καπνού άλλαζε και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε.
Ο πατέρας μου έκανε έναν λευκό εμετό και έφτυσε νερό και στην συνέχεια έκανε και κίτρινο εμετό. Υστερα από λίγο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε «θεέ μου συγχώρεσε με» και ύστερα γύρισε προς την μητέρα μου και είπε «σας ευχαριστώ για ότι κάνατε για μένα και σε όλους…» και σταμάτησε να μιλάει και άρχισε ρόγχο.
Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Υστερα από λίγο μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα τον είδα και του έκλεισα τα μάτια».
«Εβρεχα το κεφαλάκι της γιαγιάς»
«Το απόγευμα κατά τις πέντε παρά κάναμε μπάνιο με τη γιαγιά. Από τη θάλασσα είδαμε ένα σύννεφο καπνού. Είπα στη γιαγιά μου ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και να φύγουμε», θυμάται η 13χρονη Ειρήνη Τσούτσουρα, εγγονή της Βασιλικής Παλιούρα που χάθηκε στη θάλασσα.
«Γυρίσαμε σπίτι. (…) Είχε πολύ καπνό και τρέξαμε στη θάλασσα. Μετά μπήκαμε μέσα μέχρι τη μέση γιατί έπεσε φλεγόμενη η τέντα από το Cavo και μας έκαιγε τα μαλλιά. Η γιαγιά που –ξέρεις- δε βουτάει το κεφάλι της μέσα στη θάλασσα της το έβρεχα εγώ το κεφαλάκι για να μη καεί. . (…) Οι καπνοί μας έπνιγαν. Καιγόταν το πεύκο έξω κι έπεσε μέσα στη παραλία. . (…) Όταν μας πήρε η θάλασσα ήμασταν μαζί με τη γιαγιά πριν να σουρουπώσει. Κάποια στιγμή δεν έβλεπα το κεφαλάκι της γιαγιάς. Έμεινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τίποτα. Ακολουθούσα τη μυρωδιά του καπνού. . (…) Με βρήκαν και με μάζεψαν σε μια μικρή βάρκα μετά σε μια μεγάλη. Δεν ξέρω που είναι η γιαγιά, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα πια».
«Δεν θα αντέξω μαμά»
Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ. στη θάλασσα), η φίλη μου μου είπε «…να πείς στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ» και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα.
Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε «δεν θα αντέξω μαμά», ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου» περιέγραψε.
Η μάρτυρας τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18:15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: «δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε»»
Ο πυροσβέστης που έχασε γυναίκα και μωρό
Ο Ανδρέας Δημητρίου επιχειρούσε στη φωτιά, όταν ένας συνάδελφος του τον ειδοποιεί στις 18.20 ότι η φωτιά κατευθύνεται προς το Μάτι. Αμέσως την ειδοποίησε να πάρει το μωρό και να φύγει από το σπίτι.
«…βρήκα την σύζυγο μου να είναι εγκαυματίας καθισμένη στην παραλία και τον υιό μου τον οποίο είχαν στα χέρια τους δύο άτομα και προσπαθούσαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες. Πήρα την γυναίκα μου αγκαλιά και προσπάθησα να την μεταφέρω στο αυτοκίνητό μου και μαζί μας ήρθαν και τα δύο άτομα με τον υιό μου.
Μόλις έφτασα στον δρόμο είδα ένα εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να μεταφέρουν τον υιό μου στο νοσοκομείο παίδων. Την γυναίκα μου την παρέλαβε διερχόμενο ασθενοφόρο. Εγώ ακολούθησα τον υιό μου στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν οι γιατροί ότι είχε αποβιώσει. Η σύζυγος μου νοσηλεύτηκε στην ΜΕΘ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός για 12 περίπου μέρες και επειτα απεβίωσε».
«Είδα την μητέρα μου να καίγεται»
«Στις 6.40-6.45 και κυριολεκτικά 3-5 το πολύ μέτρα πριν φτάσουμε στις σκάλες που μας οδηγούσαν στην ασφάλεια της παραλίας, η μητέρα μου σκόνταψε σε μια ρίζα σε ένα πολύ στενό σημείο. . (…) Προσπάθησα να τη σηκώσω και σε βοήθειά μου γύρισε και ο σύζυγός μου, ο οποίος προηγείτο 2-3 μέτρα για να μας δείχνει τη διαδρομή», καταθέτει η Αγγελική Κωνσταντάκη, που είδε την μητέρα της Μαριάνθη να καίγεται μπροστά στα μάτια της.
«Την ώρα που προσπαθούσα να σηκώσω τη μητέρα μου το σχίνο και το πεύκο λαμπάδιασαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου και η φλόγα χτύπησε τη μητέρα μου που ήταν κάτω στην αριστερή της πλευρά. Με τον σύζυγό μου προσπαθήσαμε και τη σύραμε τη μητέρα μας για 1-2 μέτρα για να την απομακρύνουμε αλλά εκείνη μάλλον είχε χάσει τις αισθήσεις της και δεν ανταποκρινόταν καθόλου. Επειδή η φωτιά είχε ήδη αρχίσει να καίει και εμένα και τον σύζυγό μου, αυτός με τράβηξε για να απομακρυνθούμε, γιατί υπήρχε πλέον θανάσιμος κίνδυνος και για εμάς(…)
Εγώ από το γεγονός ότι μόλις είχα δει μπροστά στα μάτια μου να καίγεται η μητέρα μου και αγνοώντας που βρίσκονται τα παιδιά μου ήμουν σε παράκρουση και δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με το περιβάλλον»
«Στη θάλασσα έσβησε την φωτιά από το σώμα της»
«Λίγα μέτρα πριν βγουν στην Ποσειδώνος μποτιλιαρίστηκαν από τα αυτοκίνητα και η φωτιά τους είχε πλέον πλησιάσει τόσο πολύ που είχε αρχίσει πλέον να καίει τα πάντα. Εκεί η αδερφή μου φώναξε «βγείτε έξω γιατί θα καούμε ζωντανοί»», θυμάται η Ελένη Πεταλά, που έχασε και τους δύο γονείς της.
«Εκεί με το που βγήκε η αδελφή μου από το αμάξι σκόνταψε και έπεσε κάτω χάνοντας τα γυαλιά της την ώρα που έπεσε και στην προσπάθεια να τα βρει καίγονταν τα χέρια της. Σηκώθηκε γιατί άρπαξαν φωτιά τα χέρια της και εκεί πριν πέσει μαύρος καπνός που δεν μπορεί κανείς να ακούσει ούτε να δει τίποτα, είδε τη μητέρα μου που είχε αρπάξει φωτιά στο πρόσωπο και στο σώμα της αρκετά. Δεν μπόρεσε να δει που είναι ο πατέρας μου και αφού βγήκε καπνός και πύρινες γλώσσες που έζωναν στο σημείο άρπαξε φωτιά η πλάτη της. . (…) ακολουθώντας έναν κύριο σε ένα μονοπάτι προς την παραλία. Δεν υπήρχε κανένας αρμόδιος από οποιαδήποτε Υπηρεσία έκτακτης ανάγκης να κατευθύνει η να δώσει εντολές. Ύστερα η αδερφή μου ακολουθώντας τον εν λόγω κύριο έφτασε στη θάλασσα όπου εκεί έσβησε η φωτιά πάνω στο σώμα της.
«Στις 24 Ιουλίου πρωινές ώρες μετά από πολλά τηλεφωνήματα επιτέλους το σήκωσε η πυροσβεστική για να δηλώσω τρεις ανθρώπους μου ως αγνοούμενους. Εκεί μου έδωσαν άλλο νούμερο σταθερού το οποίο τηλέφωνο δεν το απαντούσε κανείς. Και μετά από περίπου 10 λεπτά με κάλεσε η πυροσβεστική Θεσσαλονίκης για να δηλώσω τους αγνοούμενους όπου αυτό έκανα για να το μεταφέρουν στην Αθήνα. Ποτέ δεν με πήρε κάνεις πίσω για να με ενημερώσει για οτιδήποτε. Μόνη μου βρήκα που νοσηλεύονταν η αδελφή μου και μετά από διαδικασία DNA διαπίστωσα τον θάνατο των γονιών μου».
Διαβάστε επίσης