Η Ζήνα Κάνθερ ντε Τύρας δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση. Ξεκίνησε από τη φτώχεια, δούλεψε σε καμπαρέ και έφτασε να μείνει στην ιστορία ως σπουδαία ευεργέτιδα.
Μια ζωή, που μοιάζει με παραμύθι. Ένα κορίτσι από πάμφτωχη οικογένεια, καταλήγει στα καμπαρέ, παντρεύεται ένα εκατομμυριούχο και τελικά αποκτά τον τίτλο της πριγκίπισσας. Η «Μεγάλη Επίσημη» του Γρηγόρη Μπιθικώτση, η Πριγκίπισσα Ζήνα Κάνθερ ντε Τύρας, είναι ένας μύθος που σήμερα ζει απομονωμένη στην έπαυλή της στην περιοχή Λικαβητού στη Λευκωσία. Όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να την προσεγγίσω. Η σύγχρονη σταχτοπούτα ζει συντροφιά με τη μοναξιά της.
«Μια γυναίκα φεύγει, μια σωστή κυρία, τα βήματα της σβήνουν μια θλιβερή ιστορία» της τραγουδούσε τη δεκαετία του εξήντα ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και της φιλούσε το χέρι. Η «θλιβερή ιστορία» της Ζήνα Κάνθερ ξεκίνησε στο χωριό Τάλα της Πάφου, «όπου αμυγδαλιές, λεμονιές, πορτοκαλιές, βερικοκιές, συκιές, απλώνονταν παντού. Απέραντοι αμπελώνες και δημητριακά. Λουλούδια μοσχοβολούσαν στις αυλές. Επίγειος παράδεισος το χωριό μου». Έτσι το περιγράφει στο βιβλίο της όπου παρουσιάζεται με δύο πρόσωπα, τη σημερινή Πριγκίπισσα που δέχεται την εξομολόγηση μιας χωριατοπούλας που είναι στην ουσία η δικιά της ζωή.
«Μέσα σε τούτο τον παράδεισο είδα το φως του κόσμου. Δεν πρόλαβα να νιώσω τις ομορφιές του και με κατέκλυσε μια απίθανα απέραντη και απερίγραπτη δυστυχία. Καταποντίστηκα στην αγκαλιά της και τα πάντα σκεπάστηκαν με τα μαύρα χρώματα της απελπισίας. Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου με γιομίζουν πάντα με θλιβερά συναισθήματα. Η δυστυχία βασίλευε στο σπίτι μου από τον πρώτο χρόνο που παντρεύτηκαν ο πατέρας και η μητέρα». Μεγάλωσε με τους τσακωμούς των γωνιών, το ξυλοδαρμό τις απειλές, τους εξευτελισμούς.
«Ήταν οι φιλενάδες που τις άλλαζε σαν τα πουκάμισα ο πατέρας. Όλες προσπαθούσαν να τον καλοπιάσουν, για να τον δέσουν πιο καλά και να τον χωρίσουν από την γυναίκα του. Η ζωή της μητέρας κατάντησε αβάστακτη. Ο πατέρας δεν περιοριζόταν στην γκρίνια και τις φωνές. Άρχισε να τη δέρνει με πραγματική μανία. Η μητέρα κυλιόταν στο χώμα καταματωμένη, με πληγές στο πρόσωπο, σ’ όλο το κορμί. Ήταν τόσο σκληρός που έφθανε να τρίβει το πρόσωπό της κάτω στη γη μόνο και μόνο για να το παραμορφώσει». Οι εμπειρίες της παιδικής ηλικίας είναι επώδυνες. Τις περιγράφει η ίδια: «Σε τούτο το περιβάλουν γεννήθηκα γύρω στο 1930. Ήμουν το στερνοπαίδι. Η μάνα ήταν σαράντα χρονών και όλα τα παιδιά είχαν φύγει απ’ το σπίτι εκτός από την δεκαεπτάχρονη τότε αδελφή που έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού, είχε και την φροντίδα μου. Έτσι η μητέρα μπορούσε να δουλεύει έξω σκληρά όλη τη μέρα. Ψηνόταν στη ζέστη να καθαρίσει, να μαζέψει χαρούπια, να σκουπίσει αυλές, να κάνει ένα σωρό δουλειές. Δεν την φόβιζαν οι κατατρεγμοί, η κούραση, η πείνα, η δίψα, η σκληρότητα του πατέρα, η κακία του κόσμου. Τα ‘παιρνε αψήφιστα. Περπατούσε μίλια ολόκληρα για να πάει δουλειά, διψούσε και δεν το ‘λεγε. Πεινούσε και δεν ζήταγε βοήθεια από κανένα. Ο πατέρας ζητούσε διαζύγιο κι απειλούσε να την σκοτώσει».
Έφυγε η μάνα από το σπίτι για να εξασφαλίσει ένα κομμάτι φαΐ. Τα δυο παιδιά έμειναν απροστάτευτα με τον πατέρα.
«Από μικρή έμαθα να δουλεύω. Είναι αμέτρητες οι φορές που γύριζα θεονήστικη στο σπίτι, ξυπόλυτη και με ραγισμένη καρδιά. Είχα γίνει επτά χρονών και δεν είχα φορέσει ακόμη παπούτσια». Στο σχολείο πήγε μέχρι τη τετάρτη τάξη. «Κανείς δε μας αγαπούσε. Κανείς δεν μας πονούσε. Όλοι μας εκμεταλλεύονταν. Η θέση μας ήταν απελπιστική. Πέντε ολάκερα χρόνια δουλεύαμε σκληρά και πεινούσαμε. Πικρό ήταν το ψωμί που τρώγαμε. Αφόρητη η ζωή μας. Μέρα γλυκιά δεν χαρήκαμε. Μας πήρε η απελπισία. Τότε σκεφτήκαμε με τη μητέρα να κατεβούμε στη πόλη για να δουλέψουμε. Εκεί, θα ‘χαμε, τουλάχιστο, σίγουρο το μεροκάματο και μια ζωή χωρίς το καθημερινό φαρμάκι της πείνας. Η κούραση δεν μας ένοιαζε. Πικρό είναι το ψωμί, πικρό το μεροκάματο.
Με χίλιους κόπους και βάσανα μαζέψαμε μερικά λεφτά για τη πρώτη εγκατάστασή μας και πήγαμε στη πόλη. Δεν ήταν και εκεί καλύτερα. Εργάστηκα εσωτερική σε μια οικογένεια. Δούλεψα ένα χρόνο χωρίς να πληρώνομαι».
Κατέληξε στη Λεμεσό. Για δυο χρόνια δούλεψε σε κλινική. Ήταν ευχαριστημένη από τη ζωή και τη δουλειά της. «Έβλεπα μ’ εμπιστοσύνη το μέλλον. Ήμουν βέβαιη ότι είχαν τελειώσει τα βάσανα, πως δε θα ξανάπινα φαρμάκια, πως δε θα ‘χα πια στεναχώριες και πίκρες. Κι όμως μια μέρα ζήτησα άδεια να πάω να δω τη μητέρα. Την είχα πεθυμήσει. Φεύγοντας από την κλινική είχα έντονο το προαίσθημα πως δεν θα ξαναγύριζα».
Πραγματικά. Γνώρισε ένα νέο 23 χρονών, τη ζήτησε από την μάνα της.Εκείνη στην αρχή αντέδρασε. Στο τέλος έδωσε την συγκατάθεσή της. «Το σπουδαίο είναι πως μόνο εμένα δεν είχαν ρωτήσει αν ήθελα το Λεύκο. Έτσι βιαστικά τα κουβέντιασαν, τα συμφώνησαν και μας αρραβώνιασαν. Εγώ τα ‘χα χαμένα. Αποφάσισα όμως να υποταχτώ στο ριζικό μου και να μην αποδιώξω το Λεύκο. Ίσως, σκέφτηκα, να ‘ναι καλύτερα έτσι κι αυτή η ξαφνική πρόταση να οδηγήσει σε μια ήσυχη κι’ ευτυχισμένη ζωή. Μπορεί η μοίρα να ‘θελε έτσι να με αποζημιώσει για τα δεινά που είχα υποστεί».
Η μοίρα όμως, της έπαιξε άσχημο παιχνίδι. Νοίκιασε ένα δωμάτιο με το Λεύκο και περίμενε με τα πρώτα λεφτά να στεφανωθούν. «Δεν είχα ονειροπολήσει ποτέ να γίνω ερωμένη. Ήθελα πάντα τον άντρα σαν σύζυγο. Ωστόσο, η μοίρα το θέλησε αλλιώς και από μερικά τυχαία γεγονότα έφτασα στη θέση εκείνη που κάθε άλλο παρά συμπαθείς μου ήταν. Δεν το συχωρούσα στον εαυτό μου. Τέσσερις πέντε μήνες μετά τη συμβίωση μας έμεινα έγκυος. Η μητέρα του με κανένα τρόπο δε με ήθελε για νύφη. Αυτός ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ όσο ζω, μου ‘πε». Και πράγματι αυτός ο γάμος δεν έγινε ποτέ. Μόνη γέννησε ένα γιο. Τον άφηνε σε μια γυναίκα όλη μέρα που δούλευε και τον μάζευε το βράδυ.
«Ύστερα από σαράντα μέρες, αναγκάστηκα να βρω άλλη γυναίκα. Η πρώτη έκλεβε το γάλα κι είχε το παιδί αφημένο στη τύχη του. Σε λίγους μήνες το βάφτισα Σωκράτη». το παιδί μεγάλωνε σε ξένα χέρια. Το έβλεπε μόνο μια ώρα το βράδυ όταν έφυγε από την δουλειά. Πέρασαν μήνες όταν γνώρισε τον Αλέξανδρο. Είχε φτάσει σε αδιέξοδο οικονομικό. «Έχω εγκαταλειφθεί από όλους. Δεν μπορώ να θρέψω το παιδί μου. Τα λεφτά που παίρνω δεν μου φτάνουν. Χρωστώ ενοίκια, χρωστώ στον μπακάλη. Δουλεύω σκληρά και δεν μου περισσεύει δεκάρα. Θέλω δυο ώρες πορεία κάθε μέρα για να πηγαίνω και να βλέπω το παιδί μου», του εξομολογήθηκε μια μέρα. Εκείνος τη βοήθησε. Της πλήρωσε τα χρέη. Η γυναίκα που της πρόσεχε το παιδί της ζήτησε να το υιοθετήσει. «Μ’ είχαν πάρει τα δάκρυα για τη σκληρότητά της. Ύστερα σου λένε πως μόνο οι φτωχοί νιώθουν τον άνθρωπο. Αλίμονο! Ο Θεός να σε φυλάει να μην βρεθείς σαν την καλαμιά στον κάμπο και να σε δέρνουν όλοι οι άνεμοι. Έτσι και σε ρίξει η μοίρα σου στην αχαριστία των ανθρώπων, να μην περιμένεις ποτέ ούτε χάρη ούτε απολύτρωση. Πρέπει μόνο να φτιάξεις τη ζωή σου. Αν δεν μπορείς, αν δεν έχει όρεξη να παλέψεις, αν δεν είσαι δυνατός, τότε χάθηκες».
Μεγάλη ήταν η πικρά που πήρε από την οικογένειά της. Η μεγάλη της αδελφή της ζήτησε λεφτά για να παντρευτεί. Της τα έστειλε αμέσως. « Έκλαψα πολύ και πικράθηκα αφάνταστα όταν έμαθα ότι ο γάμος γίνηκε χωρίς να με καλέσουν. Πήγαν όλα τ’ αδέλφια και μόνο εγώ έλειπα. Ούτε η μητέρα δεν με θυμήθηκε. Πόση αγνωμοσύνη Θεέ μου!»
Ερωτεύτηκε τον Αλέξανδρο. «Ήταν ένας έρωτας γεμάτος πάθος και φλόγα. Άξιζε κάθε πάθος και θυσία ο πανέμορφος εκείνος νέος. Με συγκλόνιζε. Μια άλλη θα ζούσε όσο μπορούσε πιο έντονα τη μοναδική τούτη περιπέτεια. Εγώ την έκανα πίκρα και οδυνηρή προσμονή». Και όταν μετά από χρόνια αποφάσισε να ενωθεί μαζί του με τα δεσμά του γάμου, της τον πήρε ο χάρος.
Μια πρόταση για δουλειά σε νυχτερινό κέντρο την έβαλε σε σκέψεις. «Όλη μέρα το βασάνιζα το μυαλό μου. Δεν ήξερα τί ακριβώς ήταν τα νυχτερινά κέντρα. Μου έκρυψαν την αλήθεια. Μου παράστησαν για παράδεισο μια ζωή που είναι κόλαση. Με ξεγέλασαν και πήρα την μεγάλη απόφαση. Το ντεμπούτο μου στη Λεμεσό έκανε μεγάλη εντύπωση. Είχα καταπληκτική επιτυχία. Το κέντρο δούλευε φουλ. Έμεινα εκεί για πολλούς μήνες. Κράτησα τη θέση μου και δεν έδωσα ποτέ αφορμή για παρεξήγηση. Με τριγύριζαν πολλοί και μάλιστα με υπομονή. Τους απομάκρυνα με ευγένεια. Γενική ήταν η ομολογία πως δεν ήμουν σαν τις άλλες κοπέλες των καμπαρέ».
Έκανε μαθήματα ρυθμικής και γυμναστικής πέντε ώρες την ημέρα. Η φήμη της είχε απλωθεί σ΄όλη την Κύπρο. Δούλεψε στη Λεμεσό, στη Λάρνακα, στη Λευκωσία. Συντηρούσε ένα γιο και μια μάνα. Όσο που την έφτανε ο μισθός. «Δεν έλειπαν από το κέντρο τα αρπακτικά όρνια. Πολλοί ήθελαν τη καρδιά και το κορμί μου. Με κερνούσαν και επέμεναν να πιω. Με ζητούσαν στο χορό, μ’ έσφιγγαν και κολλούσαν πάνω μου. Στο τέλος μου κάνανε φανερά την πρότασή τους. Ήξερα ότι έπρεπε να κάνω υπομονή και να ‘μαι ευγενική για να μην χάσω τη δουλειά μου. Δεν μοιάζεις με τις άλλες καλλιτέχνιδες των κέντρων αυτών μου έλεγαν. Είσαι κάτι το αφύσικο μέσα στη γεμάτη ανηθικότητα ατμόσφαιρά τους».
Μια καινούρια ζωή ξεκίνησε με τη γνωριμία της με το μέλλοντα σύζυγο. «Ήρθε ένα βράδυ σαν φωτεινός αερόλιθος να διαλύσει τα σκοτάδια, να ταράξει το τέλμα και να με γλυτώσει από την κόλαση. Έργο της Θείας πρόνοιας θεωρώ τον ερχομό του. Είχα αδειάσει όλο το ποτήρι της πίκρας χωρίς να βαρυγκωμήσω. Ο Θεός έκρινε πως αρκούσαν τα μαρτύριά μου. Πως ήταν καιρός να διαβώ τη «στενή πύλη το παραδείσου. Αυτός είναι που έστειλε το σωτήρα μου».
Τον γνώρισε στο κέντρο που δούλευε. «Γίναμε φίλοι. Πίναμε, τρώγαμε, με πήγαινε ως τη πόρτα του σπιτιού και μ’ άφηνε». Κι όταν βρέθηκε μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο νοσοκομείο, βαριά τραυματισμένος , έτρεξα κοντά του. Τον βοήθησε να κόψει το ποτό. Ήταν αλκοολικός. Πέρασε αρκετός καιρός από τότε, όταν τη ζήτησε σε γάμο. Για μας δεν υπήρχε πια νύχτα. Ο ήλιος δεν θα βασίλευε ποτέ. Οι εφημερίδες έκαναν ανάγνωσμα τον γάμο μας. Έγραφαν για τη φτωχή σταχτοπούτα που πήρε ένα βαθύπλουτο.
Μιλούσαν για τυχερό γάμο. Τα διάβαζα κι έπεφτα από τα σύννεφα. Τίποτα δεν ήταν αλήθεια. Ποτέ δεν τον είχα ρωτήσει τί περιουσία είχε. Μου αρκούσε που ήταν καλός και ευγενικός άνθρωπος».
Το γαμήλιο ταξίδι έγινε στη Βηρυτό. «Τότε άρχισε να ξαναπίνει. Του μιλούσα, αλλά δε με άκουγε. Τον εκλιπαρούσα να μην καταστρέψει την υγεία του, αλλά του κακού. Έπινε ό,τι έβρισκε μπροστά του, μαζί με φάρμακα». Έτσι περνούσε τη ζωή της με το σύζυγο ολοένα και περισσότερο να βυθίζεται στο τέλμα του αλκοολισμού. «Μάταιες όλες μου οι προσπάθειες! Έβλεπα πως μέρα με τη μέρα έχανα τον άντρα μου. Πονούσα πολύ. Δεν είχα φανταστεί έτσι τον έγγαμο βίο».
Τρεις μήνες μετά το γάμο της πήρε αμερικάνικο διαβατήριο και από το δικηγόρο του άντρα της έμαθε πως ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Ήταν διοικητής μεταλλείων και πετρελαιοπηγών σε πολλά μέρη. Τα καθαρά κέρδη ήταν τεράστια. Όμως, τα προβλήματα του αλκοολισμού στιγμάτιζαν της ζωή της. Ο σύζυγος έκανε μήνες σε κλινικές του εξωτερικού. Έβγαινε με ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. «Η ζωή μας περνούσε ήσυχη χωρίς επεισόδια. Συχνά πηγαίναμε στη Νέα Υόρκη για να δούμε κανένα θεατρικό έργο». Κι εκεί που όλα κυλούσαν ήσυχα, ερχόταν μια νέα κρίση αλκοολισμού. Πάλι κλινικές , και τρεχάματα.
«Αλλαγές σπιτιών, αλλαγές τόπων, ταξίδια, αεροπλάνα, σιδηρόδρομοι, νέοι άνθρωποι, νέοι ορίζοντες. Αλλά παντού, η ίδια ζωή και πάντοτε, η αγωνία μήπως ξαναρωστήσει κι αρχίσει πάλι το ποτό. «Ήμουν η σύζυγος μαζί και η νοσοκόμα που ξαγρυπνούσε στο πλευρό του. Ήμουν υποχρεωμένη να δέχομαι αδιαμαρτύρητα κάθε ιδιοτροπία του. Ήμουν αποφασισμένη για όλα και δεν παραπονέθηκα ποτέ. Καμιά άλλη δεν θα μπορούσε να κρατήσει τόσο πολύ». Όλο αυτό το χρόνο άρχισαν και τα προβλήματα με τους διαχειριστές της περιουσίας του. «Όσες φορές ήθελα να κάνω κάποιο φιλανθρωπικό έργο και επιχειρούσα να βοηθήσω κανένα δυστυχή έμπαιναν στη μέση. Αναγκαζόμουν να δίνω μάχη».
Παντρεύτηκε σε ηλικία τριάντα χρονών. Πέρασε δίπλα του χρόνια καθημερινής προσπάθειας και αγωνίας. «Ο εφιάλτης της κλινικής μας παρακολουθεί παντού. Ο προσωπικός γιατρός είναι ο καθημερινός επισκέπτης μας.Φάρμακα, χάπια, ενέσεις, προσοχή, παρακολούθηση. Εκείνος μου ‘χε χαρίσει μια νέα ζωή. Μ’ είχε σώσει από τη κόλαση και το άγχος της φτώχειας. Αλλά ταυτόχρονα μ’ είχε ρίξει σε μια άλλη κόλαση και σ’ ένα άλλο λαβύρινθο το ίδιο αδιέξοδο. Αυτή ήταν η ζωή μου. «Δεν έχει πλοίο, δεν έχει οδό» για μένα! Γεννήθηκα και θα μείνω για πάντα μια Πηνελόπη».
Έτσι σκιαγραφείται στο βιβλίο «Μια ζωή μέσα στον άνεμο». Το 1952 παντρεύτηκε τον Αμερικανό εκατομμυριούχο Κριστιάν Κάνθερ. Το 1967 απέκτησε, έπειτα από πνευματική υιοθεσία από τον Πρίγκιπα Παύλο Παλαιολόγο- Κριβέ τον τίτλο της Πριγκίπισσας ντε Τύρας.
Η φιλανθρωπική της δράση στην Κύπρο και στην Ελλάδα, όσο και σε χώρες του εξωτερικού ήταν τεράστια. Μεταξύ των έργων της περιλαμβάνονται η ανέγερση σχολείων, η οικονομική ενίσχυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, νοσοκομείων, Δήμων και κοινοτήτων, το κτίσιμο εκκλησιών. Δαπάνησε εκατομμύρια λίρες. Χορήγησε σπίτια σε φτωχές οικογένειες και ορφανά, άνοιξε και συντήρησε τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομα νεαρών κοριτσιών, σπούδασε παιδιά, επιχορήγησε την κατασκευή αθλητικών σταδίων και σωματίων.
Δικαίως θεωρείται η μεγαλύτερη ίσως ευεργέτιδα της Κύπρου. Η πρωτοφανής φιλανθρωπική της δράση τιμήθηκε κατά καιρούς με διάφορες διακρίσεις, όπως ο σταυρός του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Μάρκου (Πατριαρχείο Αλεξανδρείας 1964), ο τίτλος του Ιππότη του Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου, ο τίτλος της γενικής Γραμματέας του Τάγματος του Αγίου Κωνσταντίνου. Της έχουν επιδοθεί χρυσά κλειδιά πόλεων της Ελλάδας και του εξωτερικού, έχει συναντηθεί με εξέχουσες πολιτικές και θρησκευτικές προσωπικότητες, όπως τον Πάπα Ιωάννη Παύλο, Πατριάρχες. Στενή ήταν η φιλία της με το Γρίβα και βοήθησε γενναιόδωρα στην ανέγερση του ιδρύματός του στην Αθήνα. Γνωστή και η δράση της στον απελευθερωτικό αγώνα του 55. Για την πολιτική της δραστηριότητα κατά καιρούς λέχθηκαν και γράφτηκαν πολλά.
Όσοι την γνώρισαν μιλούν για μια θερμή καρδιά γεμάτη καλοσύνη για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό κάποιο επιτήδειοι την εκμεταλλεύτηκαν. Όποιος ζητούσε βοήθεια την Πρόσφερε απλόχερα χωρίς διακρίσεις. «Κανείς» όμως σήμερα δεν τη θυμάται. Κάποιο παλιοί φίλοι στη Λεμεσό με το άκουσμα του ονόματός της νοστάλγησαν τις παλιές καλές εποχές. Τότε που έλαμπε με μεγαλοπρέπεια, που γινόντουσαν δεξιώσεις για χάρη της, που μιλούσε όλη η Κύπρος για τις φιλανθρωπίες και την ανθρωπιά της. Γι’ αυτό και συχνά την πλήρωνε ακριβά σε επιτήδειους. Έδινε απλόχερα. Ήθελε να σκορπίζει χαρά. Ίσως αυτή τη χαρά που η ίδια τόσο πολύ στερήθηκε.
Όσες μέρες διάβαζα το βιβλίο της κι όσο μετέφερα τη ζωή της στο χαρτί νοερά σιγοτραγουδούσα «Ξύπνησα νύχτα και μες στη σκέψη μου άναψαν φώτα.Ήρθες κι εσύ έτσι απροσκάλεστη στου νου την πόρτα. Κοντά μου ήρθες, δειλά μου έδωσες τ άσπρο σου χέρι. Μεγάλη Επίσημη, που τόσα χρόνια ήσουν χαμένη…». Αυτή είναι η Πριγκίπισσα Ζήνα Κάνθερ ντε Τύρας «μια σωστή κυρία, τα βήματά της κρύβουν μια θλιβερή ιστορία».
Δείτε ένα βίντεο:
Η πριγκίπισσα Ζήνα Κάνθερ ντε Τύρας, το 1970 έχτισε στον Πρόδρομο της Κύπρου μία εντυπωσιακή κατοικία την οποία τη χρησιμοποίησε για 9 περίπου χρόνια ως εξοχική κατοικία.
Δείτε ένα βίντεο με ό,τι έχει απομείνει από αυτό:
Διαβάστε επίσης