Hallocy

Ζευγάρι παντρεμένο για 70 χρόνια πέθαναν με διαφορά μόλις λίγων λεπτών κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου

Ένα πρωινό της περασμένης εβδομάδας, μπήκα στη μικρή εκκλησία όπου προσκυνούσε η οικογένεια Platell για δεκαετίες. Μπροστά μου, στο μικρό βωμό, ήταν ο πατέρας Peter. Δίπλα του ήταν δύο φέρετρα.

Ήξερα αμέσως ποιο ήταν της μαμάς. Ήταν το μικρότερο. Το φέρετρο του μπαμπά ήταν δίπλα της, στ’ αριστερά. Η καρδιά μου ράγισε εκείνη την στιγμή, τη στιγμή που τους είδα μαζί για τελευταία φορά, δίπλα-δίπλα, όπως ήταν για περισσότερα από 70 χρόνια.

Οι κηδείες φέρνουν θλίψη, όμως εμένα με παρηγορούσε το γεγονός ότι ακόμη και στο θάνατο ήταν αχώριστοι.

Η μαμά ήταν στα δεξιά και ο μπαμπάς στα αριστερά, ακριβώς όπως κοιμόντουσαν και στο κρεβάτι τους. Πιστεύω ότι ο Θεός τους προσέφερε ένα χέρι βοήθειας, δίνοντάς τους την πιο τέλεια μετάβαση από αυτόν τον κόσμο στον άλλον.

Η 90χρονη Norma June Platell και ο 92χρονος Francis Ernest Platell, πέθαναν με διαφορά λίγων λεπτών ο ένας απ’ τον άλλον. Δεν ήταν μέρες, ούτε ώρες, αλλά λεπτά. Τη νύχτα της 6ης Ιανουαρίου, στις 11.45, η νοσοκόμα τους φρόντιζε στο γηροκομείο, όπου δεν μοιράζονταν απλά το ίδιο δωμάτιο άλλα τα κρεβάτια τους ήταν κολλημένα μαζί για να κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου. Η μαμά ανέπνεε ασυνήθιστα. Ο μπαμπάς ήταν ανήσυχος. Έτσι η νοσοκόμα επέστρεψε δέκα λεπτά αργότερα για να τους ελέγξει. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, είχαν πεθάνει και οι δύο. Μαζί. Όπως θα ήθελαν.

Ακόμα και ο γιατρός δεν μπορούσε να συμπεράνει ποιος πέθανε πρώτα. Τα πιστοποιητικά θανάτου τους είναι πανομοιότυπα. Πριν από τρία χρόνια, οι γιατροί προέβλεψαν ότι η μαμά δεν θα προλάβαινε καν αυτά τα Χριστούγεννα. Είχε εμφανίσει την νόσο του Αλτσχάιμερ, αλλά το πάλευε.

Φέτος είχε χάσει τα πάντα, ακόμα και τη δύναμη της ομιλίας της. Τα τελευταία λόγια που είπε ήταν “ο σύζυγός μου”. Ο μπαμπάς είχε προσπαθήσει να κρατήσει τη μαμά στο σπίτι μαζί του, αλλά δεν είχε δύναμη να τη φροντίζει και να την παρακολουθεί κάθε λεπτό, παρά τη βοήθεια που είχε από τις αποκλειστικές νοσοκόμες. Ωστόσο, όταν πια αναγκάστηκε να τη βάλει σε γηροκομείο, φαινόταν ότι ένα κομμάτι του είχε πεθάνει. Περνούσε κάθε στιγμή μαζί της, την τάιζε, τη φρόντιζε και της κρατούσε το χέρι σφιχτά. Περνούσαν την ημέρα τους παρακολουθώντας τηλεόραση σε ένα μικρό διθέσιο καναπέ στο σαλόνι. Η μαμά συχνά κοιμόταν στον ώμο του μπαμπά.

Όμως, μετά από την αδυναμία που του προκάλεσαν τα εγκεφαλικά, ο μπαμπάς δεν μπορούσε πλέον να ζήσει πια μόνος του. Πέρυσι, μετά από μια άλλη πτώση και ένα άλλο μικρό εγκεφαλικό επεισόδιο, ο μπαμπάς μεταφέρθηκε στο γηροκομείο. Όμως παρά την αδυναμία του, ήταν ευτυχισμένος που κοιμόταν και πάλι με την αγαπημένη του και της κρατούσε το χέρι όλη νύχτα.

Ράγιζε η καρδιά μου κάθε φορά που τους επισκεπτόμουν. Το γηροκομείο ήταν ένας κόσμος μακρυά από την ελευθερία του σπιτιού μας, αλλά οι υπάλληλοι εκεί ήταν ευγενικοί και, όπως μου είπαν πολλές φορές, ήταν εντυπωσιασμένοι με την αγάπη και το δέσιμο που έχουν μεταξύ τους οι γονείς μου.

Είχα προγραμματίσει να επιστρέψω στο Περθ για το νέο έτος, αλλά, μερικές εβδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα, ο μπαμπάς έπεσε στο ντους και έσπασε το ισχίο του. Ανέπτυξε μια λοίμωξη και η κατάστασή του χειροτέρεψε. Ο αδερφός μου Cameron μου τηλεφώνησε και μου είπε να γυρίσω σπίτι νωρίτερα. Έφυγα για την Αυστραλία την επόμενη μέρα.

Πήγα κατευθείαν από το αεροδρόμιο προς το γηροκομείο. “Ο Frank σας περιμένει,” μου είπε μία υπάλληλος μόλις έφτασα. “Θα χαρεί πολύ να σας δει.” Καθώς περπατούσα στο δωμάτιό τους, γονάτισα δίπλα του στο κρεβάτι του και έπιασα το χέρι του. Ο μπαμπάς άνοιξε τα μάτια του. “Γεια σου Μandy μου. Θέλω να πάω σπίτι τώρα.” Άραγε αναφερόταν στο σπίτι μας ή στον ουρανό; Ποτέ δεν θα το μάθω. Αλλά ξέρω ότι είχε κουραστεί από αυτή τη ζωή και ήθελε να βρει την ειρήνη.

Η μαμά ήταν στο κρεβάτι δίπλα του και χαμογελούσε. Έμαθα αργότερα από τους υπαλλήλους ότι είχε συμβεί κάτι ασυνήθιστο μεταξύ τους. Όταν ο μπαμπάς πήγε στο νοσοκομείο μετά την πτώση του, η μαμά σηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι του και ποτέ δεν έφυγε από ‘κει.

Όταν ο μπαμπάς επέστρεψε σχεδόν δύο εβδομάδες αργότερα, εκείνη ήταν λυπημένη στο κρεβάτι του. Η μαμά τον παρακολουθούσε. Αν εκείνος αρνιόταν να φάει, αρνιόταν κι εκείνη. Μιμούνταν τη συμπεριφορά του.

Γενικά πιστεύεται ότι μια γυναίκα 90 ετών με οξεία νόσο του Αλτσχάιμερ είναι ουσιαστικά εγκεφαλικά νεκρή. Όμως εκείνη δεν ήταν, καθώς παρακολούθησε την κάθε κίνηση που έκανε ο σύζυγός της και την αντέγραφε. Δεν μπορούσε να ξεχάσει την 70 ετών αγάπη τους.

Ήταν πάντοτε μαζί, από τότε που το αγόρι εγκατέλειψε το σχολείο στα 14 και “έκλεψε” το νεαρό κορίτσι που αγαπούσε. Ο μπαμπάς έλεγε συνέχεια για την πρώτη φορά που συναντήθηκαν. Ήταν σε χορό. Η μαμά φορούσε ένα μακρύ μπλε φόρεμα και είχε λουλούδια στα μαλλιά της. Ήταν σαν σταρ του σινεμά.

Η μαμά είπε πως την πρώτη φορά που βγήκε με τον μπαμπά, γύρισε σπίτι και είπε στη δίδυμη αδελφή της ότι είχε μόλις συναντήσει τον άντρα που θα παντρευτεί. Όταν ο μπαμπάς πούλησε την Harley Davidson για να αγοράσει το δαχτυλίδι αρραβώνων τους, εκείνη του είπε ότι θα το σκεφτόταν. Μα παρά τη μετριοφροσύνη και τη ντροπαλότητά της, ήταν πάντα μια ισχυρή και δραστήρια γυναίκα. Αλλά η αγάπη της για εκείνον δεν κλονίστηκε ποτέ.

Διαβάζοντας παλιά γράμματά τους, βρήκα ένα από τη μαμά στον μπαμπά που γράφτηκε λίγες εβδομάδες πριν από το γάμο τους. Το γράμμα έγραφε: “Αγαπημένε μου Francis, είμαι τόσο ενθουσιασμένη που θα γίνω γυναίκα σου. Σου υπόσχομαι τώρα ενώπιον του Θεού ότι θα σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά και θα σε έχω πάνω από όλους τους άλλους για την υπόλοιπη ζωή μου.”

Η σχέση τους δεν κλονίστηκε ακόμα κι όταν ο μεγάλος μου αδελφός πέθανε πριν από 23 χρόνια. Μια τέτοια απώλεια μπορεί να καταστρέψει μια οικογένεια, αλλά όχι τη δική μας. Μπορεί να είχαμε λίγα χρήματα, αλλά πολλή αγάπη.

Και αυτή την αγάπη αφήνουν πίσω τους σε όλους όσους τους αγαπούσαν.

Πήγα στον κήπο και έκοψα φρέσκα λουλούδια, τα έδεσα με λευκή σατέν κορδέλα και αργότερα τα άφησα στο φέρετρο της μαμάς. Το τέλος της ζωής τους έγινε με τόσο όμορφο τρόπο που πιστεύω πως ήταν μια ευλογία από τον Θεό.

Μια διπλή ευλογία…

Exit mobile version