«Έτος της Κανακαριάς» το 2018 δηλώνει η ιστορικός τέχνης Μαρία Παφίτη
Η κ. Παφίτη σημείωσε πως επέστρεψαν στην Κύπρο τα ψηφιδωτά που αγνοούνταν μετά τη σύληση της εκκλησίας της Παναγίας της Κανακαριάς
Η κ. Παφίτη υπογράμμισε πως «όλοι, και ειδικότερα όσοι εργαζόμαστε στο χώρο της τέχνης, πρέπει να λειτουργούμε με ήθος και διαφάνεια»
“Έτος της Κανακαριάς” χαρακτηρίζει το 2018 η Μαρία Παφίτη, η Κύπρια ιστορικός τέχνης, η οποία είχε εντοπίσει το 2014 το ψηφιδωτό του Αποστόλου Ανδρέα, που επαναπατρίστηκε τον περασμένο Απρίλιο.
Σε συνέντευξή της στο ΚΥΠΕ, η κ. Παφίτη σημείωσε πως κατά τη φετινή χρονιά επέστρεψαν στην Κύπρο τα τελευταία ολοκληρωμένα σπαράγματα του ψηφιδωτού διάκοσμου που αγνοούνταν μετά τη σύληση της εκκλησίας της Παναγίας της Κανακαριάς, που βρίσκεται στην κατεχόμενη Λυθράγκωμη Αμμοχώστου. Ο επαναπατρισμός των ψηφιδωτών αυτών του 6ου αιώνα, τόνισε, είναι σημαντικός όχι μόνο για την Κύπρο, αλλά και για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο η ίδια επαναπάτρισε το ψηφιδωτό του Αποστόλου Ανδρέα, «το εμβληματικότερο όλων, και ίσως ο σημαντικότερος συλημένος θησαυρός που έλειπε από την Κύπρο – εξού και είχε αποτελέσει σύμβολο της κλεμμένης πολιτιστικής κληρονομιάς μας τα τελευταία χρόνια», όπως είπε.
Τον Νοέμβριο παραδόθηκε από τον Ολλανδό Arthur Brand στην Πρεσβεία της Κύπρου στη Χάγη και επαναπατρίστηκε το ψηφιδωτό του Αποστόλου Μάρκου. Επίσης, στις 9 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε λειτουργία στην εκκλησία της Παναγίας της Κανακαριάς για πρώτη φορά μετά το 1976, τότε δηλαδή που οι Τούρκοι εκδίωξαν τους τελευταίους κατοίκους του χωριού.
“Τα τρία παραπάνω γεγονότα πιστεύω ότι μας επιτρέπουν να συγκρίνουμε το 2018 με το 1989, έτος ορόσημο, κατά το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία και η Εκκλησία της Κύπρου κέρδισαν τη δίκη ενάντια στην έμπορο τέχνης Peg Goldberg, η οποία είχε αγοράσει από τον Τούρκο αρχαιοκάπηλο Aydin Dikmen τέσσερα σπαράγματα του ψηφιδωτού της Κανακαριάς με σκοπό να τα πωλήσει έναντι 20 εκατομμυρίων δολαρίων στο μουσείο Paul J. Getty”, είπε στη συνέντευξή της στο ΚΥΠΕ η κ. Παφίτη.
Επεσήμανε πως η δίκη της Κανακαριάς, που πραγματοποιήθηκε στην Ινδιανάπολη των ΗΠΑ, υπήρξε μια από τις πρώτες περιπτώσεις διεκδίκησης πολιτιστικής κληρονομιάς παγκοσμίως και μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται ως παράδειγμα σε σχετικές υποθέσεις. Τα τέσσερα σπαράγματα που επανακτήθηκαν το 1989 είναι αυτά με το πάνω μέρος του σώματος του Χριστού, έναν Αρχάγγελο και τους Απόστολους Ιάκωβο και Ματθαίο.
Ερωτηθείσα πώς η ίδια ασχολήθηκε με το θέμα των ψηφιδωτών της Κανακαριάς, η κ. Παφίτη ανέφερε πως ως σύμβουλος τέχνης, με ειδίκευση στη Βυζαντινή και Ρωσική τέχνη, συνεργάζεται με συλλέκτες από διάφορες χώρες.
“Κάποιος πελάτης μου απέκτησε μια συλλογή η οποία αποτελείτο από εικόνες και άλλα θρησκευτικά έργα τέχνης, ένα εκ των οποίων ήταν το ψηφιδωτό του Αποστόλου Ανδρέα. Το εντόπισα όταν μου ζήτησε να μελετήσω τα καινούρια του αποκτήματα. Έγραψα τη σχετική έκθεση και στη συνέχεια του εξήγησα ότι το ψηφιδωτό, αξίας πέραν των έξι εκατομμυρίων ευρώ, ήταν κλεμμένο από την κατεχόμενη Κύπρο. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη και αρχικά η στάση του υπήρξε αρνητική διότι ο ίδιος είχε αποκτήσει με νόμιμες διαδικασίες τη συλλογή της προηγούμενης συλλέκτριας”, ανέφερε.
“Ακολούθως, αφού αξιολόγησε την κατάσταση αποφάσισε να παραδώσει το ψηφιδωτό έναντι ενός συμβολικού ποσού το οποίο θα κάλυπτε τα έξοδα φύλαξης, ασφάλισης και συντήρησης ενόσω το έργο βρισκόταν στην κατοχή του. Ο διακανονισμός αυτός ήταν δίκαιος διότι σύμφωνα με το Άρθρο 6 της σύμβασης UNIDROIT του 1995 ο κάτοχος μπορεί να διεκδικήσει μια λογική αποζημίωση”, είπε η κ. Παφίτη.
Η Μαρία Παφίτη και ο καθηγητής Robin Cormack ανοίγουν την κιβωτό με το ψηφιδωτό στο Λονδίνο, το 2016.
Πρόσθεσε πως η εναλλακτική επιλογή θα ήταν να προχωρούσε η Κύπρος και η Εκκλησία της σε μια δικαστική διαμάχη, η οποία πιθανότατα να κατέληγε νικηφόρα, αλλά θα ήταν χρονοβόρα και θα στοίχιζε πολύ περισσότερα από όσο η αποζημίωση των 50.000 ευρώ που δόθηκαν στον κάτοχο. Το ποσό πληρώθηκε από δύο χορηγούς, τον δρα Ανδρέα Πίττα και τον κ. Ρόη Πογιατζή, και οι νομικές υπηρεσίες προσφέρθηκαν αφιλοκερδώς από τον δικηγόρο Μιχάλη Κορέλη και άρα το κόστος για την Κύπρο και την Εκκλησία ήταν μηδενικό, σημείωσε.
Η κ. Παφίτη υπογράμμισε πως «όλοι, και ειδικότερα όσοι εργαζόμαστε στο χώρο της τέχνης, πρέπει να λειτουργούμε με ήθος και διαφάνεια, αλλά και να έχουμε ένα άγρυπνο μάτι για να μπορούμε να εντοπίζουμε έργα που παράνομα διακινούνται στην αγορά, είτε αυτά προέρχονται από τη δική μας χώρα, είτε από αλλού».
Σε ό,τι αφορά στα κομμάτια που απομένουν για να ολοκληρωθεί το παζλ των ψηφιδωτών, είπε πως δεν απομένουν μεν πολλά, είναι όμως όλα σημαντικά, διότι χωρίς αυτά δεν μπορεί να συμπληρωθεί η σύνθεση που υπήρχε στην αψίδα του ιερού μέχρι το 1976, οπόταν έγινε η αποτοίχισή τους.
Εξακολουθούν να λείπουν τα ψηφιδωτά που απεικονίζουν τον Απόστολο Φίλιππο, που πριν τη σύληση βρισκόταν σε αποσπασματική κατάσταση, έναν Άγιο που η επιγραφή με το όνομά του έχει καταστραφεί, το κάτω μέρος του σώματος του Χριστού και ένα σπάραγμα ανεικονικού διάκοσμου, σημείωσε.
Ερωτηθείσα για τη σημασία της Εκκλησίας και του διάκοσμού της για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, η κ. Παφίτη εξήγησε πως ο ψηφιδωτός διάκοσμος της Παναγίας Κανακαριάς, που χρονολογείται στις αρχές του 6ου αιώνα, έχει τεράστια σημασία για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, διότι είναι ένα από τα ελάχιστα έργα χριστιανικής τέχνης που γλύτωσαν από την εικονομαχία (726-843 μ.Χ.), προσφέροντας έτσι σημαντικές πληροφορίες για την απεικόνιση των θείων προσώπων κατά την πρώιμη Βυζαντινή εποχή.
Η ψηφιδωτή σύνθεση που κοσμούσε την αψίδα του ιερού της εκκλησίας της Κανακαριάς έδειχνε την Παναγία ένθρονη να κρατά τον Χριστό, όχι ως βρέφος, αλλά ως μικρό αγόρι, πλαισιωμένη από ένα διάζωμα το οποίο παρουσίαζε πορτρέτα των Αποστόλων μέσα σε μετάλλια, σημείωσε.
Πρόσθεσε πως η πολιτιστική σημασία του ψηφιδωτού διάκοσμου και της ίδιας της Εκκλησίας ήταν γνωστή από πολύ παλιά και είναι ακριβώς γι᾽ αυτό το λόγο που το Πανεπιστήμιο Harvard την επέλεξε ως ένα από τα πρώτα μνημεία που συντήρησε.
Σημείωσε ότι μια ακόμη απόδειξη της αναγνώρισης της αξίας της εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η βρετανική αποικιακή διοίκηση της Κύπρου το 1955 εξέδωσε γραμματόσημο που απεικόνιζε την εκκλησία της Κανακαριάς. Υπέδειξε επίσης ότι τα Κυπριακά Ταχυδρομεία το 1967 κυκλοφόρησαν γραμματόσημο αφιερωμένο στο ψηφιδωτό του Απόστολου Ανδρέα, ο οποίος ξεχώριζε από τους υπόλοιπους Απόστολους, λόγω των μοναδικών του χαρακτηριστικών, δηλαδή της μακριάς του γενειάδας, των μεγάλων, ανακατεμένων του μαλλιών και των μπλε ματιών του.
Επίσης το 1991, μετά τη δικαστική νίκη της Ινδιανάπολης, τα Κυπριακά Ταχυδρομεία εξέδωσαν μια σειρά αφιερωμένη στα τέσσερα σπαράγματα που είχαν μόλις επαναπατριστεί, καθώς και στο μετάλλιο του Αποστόλου Ανδρέα που απεικονιζόταν στη συλλεκτική κάρτα της πρώτης ημέρας κυκλοφορίας.
Η ίδια επισκέφθηκε την εκκλησία στην κατεχόμενη Λυθράγκωμη Αμμοχώστου όταν έγινε Λειτουργία εκεί έπειτα από 42 χρόνια.
«Από την παιδική μου ηλικία άκουγα με μεγάλο ενδιαφέρον τις συζητήσεις για τη λεηλασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ειδικά την περίπτωση της Κανακαριάς και τους ενίοτε επαναπατρισμούς των ψηφιδωτών της σπαραγμάτων», ανέφερε στο ΚΥΠΕ η κ. Παφίτη.
Ως ιστορικός τέχνης, πρόσθεσε, «αντιλήφθηκα ακόμη περισσότερο τη μεγάλη σημασία της εκκλησίας. Επίσης, λόγω της εμπλοκής μου στον επαναπατρισμό του ψηφιδωτού του Αποστόλου Ανδρέα ανέπτυξα μια συναισθηματική και προσωπική σχέση με το μνημείο».
«Η επίσκεψή μου στην Κανακαριά στις 9 του περασμένου Σεπτεμβρίου ήταν ένα προσκύνημα, μια επιστροφή σε ένα χώρο που φάνταζε οικείος, λόγω της τριβής που είχα με το θέμα, αλλά που στην πραγματικότητα δεν γνώριζα», είπε.
«Ένιωσα τη λύτρωση που αισθάνομαι συνήθως το βράδυ της Ανάστασης. Συνυπήρχε όμως η θλίψη και ο θυμός για την καταστροφή, τη σημερινή κατάντια της εκκλησίας, αλλά και την απώλεια, αφού ποτέ δε θα ξαναγίνει το μνημείο αυτό που ήταν πριν τη βίαιη σύλησή του», ανέφερε.
ΚΥΠΕ