Φαίδων Γεωργίτσης: Τον αποκάλεσαν «Έλληνα Τζέιμς Ντιν» λόγω των ακραίων εκφράσεων θαυμασμού από χιλιάδες κορίτσια προς το πρόσωπό του.
Θλίψη έχει σκορπίσει η είδηση του θανάτου του ζεν πρεμιέ του ελληνικού κινηματογράφου, Φαίδωνα Γεωργίτση.
Ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους πρωταγωνιστές που έμεινε στη συνείδηση του κοινού για το ταλέντο του και τη γοητεία του. Τον αποκάλεσαν «Έλληνα Τζέιμς Ντιν» λόγω των ακραίων εκφράσεων θαυμασμού από χιλιάδες κορίτσια προς το πρόσωπό του.
Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου 1939 στη Νέα Σμύρνη και μεγάλωσε φτωχικά. Σε ηλικία μόλις τριών ετών η οικογένεια του βυθίστηκε στη θλίψη εξαιτίας του ξαφνικού θανάτου της αδερφής του. Τα πρώτα χρόνια της ζωής ήρθε αντιμέτωπος με την πείνα της Κατοχής και τις κακουχίες του εμφυλίου. Παρόλο που από μικρός ξεχώρισε για τη καλλιτεχνική του φύση το 1956 μπήκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, με σκοπό να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Ωστόσο, το εντυπωσιακό του παρουσιαστικό και το διαπεραστικό του βλέμμα δεν πέρασε απαρατήρητο και από τότε του δόθηκε το προσωνύμιο, Τζέιμς Ντην.
Ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του:
«Θύμωνα. Εγώ θαύμαζα τον Μάρλον Μπράντο. Κι όταν διάβαζα ότι ο Ντιν ήταν ο διάδοχος του Μπράντο ή θα τον ξεπερνούσε, γινόμουν έξαλλος. Είχα πει τόσα που όταν σκοτώθηκε σχεδόν ένιωσα ενοχές. Για να εξιλεωθώ, πήγα στο ‘‘Παλλάς’’ για να τον δω στα ‘‘Ανατολικά της Εδέμ’’. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έμπαινα σε κινηματογράφο».
Τότε ήταν που αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική παρά τις αντιδράσεις του πατέρα του, ο οποίος τον απείλησε ακόμη και με αυτοκτονία. «Μόλις πέρασαν έξι μήνες, δραπέτευσα. Ο πατέρας μου απειλούσε ότι θα αυτοκτονήσει. Γύρισα, αλλά το έσκασα ξανά μέσα απ’ το κελί όπου με είχαν τιμωρημένο. Δεν ξαναγύρισα και έπιασα δουλειά στα διυλιστήρια», είχε αναφέρει. Έκανε δουλειές του ποδαριού και τότε ερωτεύτηκε με μια γιατρίνα και έζησε μαζί της για ένα διάστημα στο Λονδίνο: «Η σχέση μας έγινε το σκάνδαλο της περιοχής. Και γιατί ήταν μεγαλύτερη και γιατί ανήκε σε άλλη τάξη. Οι γονείς της, για να διακόψουν το δεσμό μας, την ξαπόστειλαν στην Αγγλία».
Όταν χώρισαν και επέστρεψε στην Ελλάδα του ήρθε ειδοποιητήριο για τη στράτευσή του, και επειδή ήθελε να πάρει αναβολή, πήγε στη σχολή του Καρόλου Κουν. Ακολούθησαν σπουδές στις σχολές του Χρήστου Βαχλιώτη και του Πέλου Κατσέλη, αλλά και στο London School of Film Technique.
Το ντεμπούτο του έγινε στο αριστούργημα του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» ενώ ακόμη σπούδαζε υποκριτική. Από τότε ξεκίνησε η μεγάλη του καριέρα στον ελληνικό κινηματογράφο και έγινε πρωταγωνιστής σε σπουδαίες ταινίες και τα θρυλικά μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη που έσπαγαν ταμεία.
Μεταξύ άλλων έπαιξε στις ταινίες «Κόκκινα Φανάρια», «Ίλιγγος» , «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Νύχτα γάμου», «Ένας ιππότης για τη Βασούλα», «Μια κυρία στα μπουζούκια» και «Γοργόνες και Μάγκες».
Παράλληλα έπαιξε σημαντικούς ρόλους στο θέατρο και επιλέχθηκε να συμπρωταγωνιστήσει με τα αστέρια του κινηματογράφου, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Ζωή Λάσκαρη.
Η σχέση του με τη Μπέτυ Αρβανίτη: «Με τη Μπέτυ γίναμε ζευγάρι στη σχολή και αργότερα παντρευτήκαμε. Δεν ταιριάζαμε όμως ως χαρακτήρες. Οι καβγάδες μας θα μπορούσαν να γίνουν θέμα σε έργο του Στρίντμπεργκ». Ένα γεγονός όμως θα απομακρύνει το ζευγάρι σε σύντομο χρονικό διάστημα: «Το βαθύτερο ρήγμα στη σχέση μας ήταν όταν αποφάσισε, χωρίς να με ρωτήσει, να ρίξει το παιδί μας. Εκείνη είχε ήδη έναν γιο και δεν ήθελε άλλο παιδί. Εγώ όμως ήθελα οικογένεια, παιδιά. Μετά από αυτό η σχέση είχε ξεφτίσει. Χωρίσαμε τρία χρόνια αργότερα».
Αρχές της δεκαετίας του ’70 στη Ρώμη, κατά τα γυρίσματα άλλης μιας ταινίας γνωρίστηκε με τη Γαλλίδα καλλονή Μπέτσι, με την οποία παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά, τον Ραφαέλο και τη Μαρίζα.
Μετά τη «δύση» του ελληνικού κινηματογράφου, στον οποίο υπολογίζεται ότι έπαιξε σε περισσότερες από 40 ταινίες, οι προτάσεις για το θέατρο και την τηλεόραση μειώθηκαν με αποτέλεσμα να πάρει μέρος στις περίφημες ερωτικές ταινίες της δεκαετίας του ’80. Όπως είχε πει:
«Δεν ντρεπόμουν καθόλου. Ποτέ δεν ντράπηκα… Κάποιες από τις ταινίες αυτές είναι καλές. Πολλές φορές έβαζαν μέσα τσόντες εν αγνοία σου. Πολλές από τις τσόντες αυτές παίζονταν στους κινηματογράφους ‘‘Ροζινκλέρ’’ και ‘‘Αλάσκα’’. Όλοι έκαναν ερωτικές ταινίες τότε, η Δανδουλάκη, ο Φυσσούν, ο Λουκούργος Καλλέργης. Δεν είχαμε άλλο τρόπο να ζήσουμε. Όλο αυτό κράτησε δύο-τρία χρόνια και στο κάτω κάτω ήταν «προσκοπικές». Δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τις ερωτικές ταινίες του σήμερα».
Τη δεκαετία του 90 πήρε μέρος στις σειρές «Γιούγκερμαν» και οι «Πανθέοι», «Λάμψη» και «Καλημέρα Ζωή».
Μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις στον κινηματογράφο ήταν πριν από 11 χρόνια στις ταινίες «Το σινεμά γυμνό» και «Ο γιος του Τσάρλυ».
Ο ηθοποιός ζούσε στο κτήμα του στο Κορωπί, όπου είχε χτίσει με τα χέρια του έναν αμφιθεατρικό χώρο («Κεκρωπία») και ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις.
Πηγή: Thecaller.gr