Το ντοκιμαντέρ του Netflix «The Disappearance of Madeleine McCann» αναμοχλεύει αργά και βασανιστικά τις συνθήκες εξαφάνισης του πιο διάσημου «χαμένου παιδιού» στον κόσμο
Η Κέιτ και ο Τζέρι Μακάν, οι γονείς του κοριτσιού με το αγγελικό πρόσωπο αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο ντοκιμαντέρ ζητώντας και από την παρέα που βρισκόταν στο μοιραίο, ως απεδείχθη, ταξίδι αναψυχής, να πράξουν αναλόγως.
Ανελέητα αρνητικές εκ μέρους του βρετανικού τύπου υπήρξαν οι κριτικές του ντοκιμαντέρ The Disappearance of Madeleine McCann που έκανε πρεμιέρα πριν μερικές μέρες στο Netflix.
Ο Telegraph χαρακτήρισε την παραγωγή «άγρια εκμετάλλευση κινηματογραφημένη από αυτόματο πιλότο» και «δείγμα της υποδούλωσης του “true crime” είδους στα πιο χυδαία του ένστικτα», ενώ στον Guardian έγινε λόγος για κραυγαλέα περίπτωση «ηθικής και δημιουργικής χρεωκοπίας».
Υπερβολική μοιάζει η τόσο ισοπεδωτική κατακραυγή, δικαιολογείται όμως εν μέρει αν αναλογιστεί κανείς ότι η υπόθεση της εξαφάνισης της μικρής έγινε κάτι σαν δυσβάσταχτο έμβλημα μιας εθνικής εμμονής, σαν αμείλικτο ερωτηματικό χωρίς απαντήσεις που στοιχειώνει ακόμα ειδικά το βρετανικό κοινό.
Δεν μπορεί, κάποιος θα υπάρχει στον κόσμο που να γνωρίζει τι συνέβη εκείνο το βράδυ της 3ης Μαΐου 2007 στο πορτογαλικό θέρετρο της Praia Da Luz όταν η Μαντλίν Μακάν, δέκα μέρες πριν από τα τέταρτα γενέθλιά της, εξαφανίστηκε από το δωμάτιό της ενώ οι γονείς της γευμάτιζαν πενήντα μέτρα πιο πέρα στο tapas bar του ξενοδοχείου με την παρέα τους (όλοι σχεδόν γιατροί, όλοι με μικρά παιδιά, τα οποία τσέκαραν, όπως είπαν αργότερα, ανά μισάωρο με βάρδιες).
Παρότι πάντως δεν δικαιολογεί με τίποτα το ακραίο ξεχείλωμά του ακόμα και με τα στάνταρ του Netflix (οκτώ επεισόδια 45 λεπτών περίπου το καθένα), το ντοκιμαντέρ για το πιο διάσημο «χαμένο παιδί» του κόσμου, παρουσιάζει αναμφισβήτητο ενδιαφέρον σε πολλά και κρίσιμα επίπεδα, πέρα από τις διάφορες θεωρίες που μπορεί να έχει κάποιος για το τι πραγματικά συνέβη.
Μόνο που αυτός ο κάποιος δεν έχει εμφανιστεί εδώ και τόσα χρόνια και μετά από τέτοιου μεγέθους παγκόσμια κινητοποίηση, ούτε και εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ του Chris Smith, που δεν είναι και κανένας τυχαίος αρπακόλλας στον χώρο – πρόσφατα παρουσίασε το ντοκιμαντέρ για το περιβόητο φιάσκο του Fyre Festival ενώ πέρσι είχε υπογράψει το εξαιρετικό Jim & Andy: The Great Beyond (αμφότερα στεγάζονται επίσης στο Netflix).
Η Κέιτ και ο Τζέρι Μακάν, οι γονείς του κοριτσιού με το αγγελικό πρόσωπο και το χαρακτηριστικό εκ γενετής σημάδι στην ίριδα του ματιού που έγιναν παγκοσμίως γνωστοί μετά τη μιντιακή χιονοστιβάδα που οι ίδιοι ξεκίνησαν και που κάποια στιγμή στράφηκε αναπόφευκτα εναντίον τους, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο ντοκιμαντέρ ζητώντας και από την παρέα που βρισκόταν στο μοιραίο, ως απεδείχθη, ταξίδι αναψυχής, να πράξουν αναλόγως.
Είναι παρ’ όλα αυτά οι πρωταγωνιστές αυτού του ντοκιμαντέρ, κυριαρχώντας σε κάθε πλάνο σχεδόν με τα γεμάτα απόγνωση πρόσωπά τους να εμφανίζονται στην καθημερινή λιτανεία εκκλήσεων και συνεντεύξεων τύπου που σήμανε την αρχή ενός εφιάλτη χωρίς τέλος.
Παρότι πάντως δεν δικαιολογεί με τίποτα το ακραίο ξεχείλωμά του ακόμα και με τα στάνταρ του Netflix (οκτώ επεισόδια 45 λεπτών περίπου το καθένα), το ντοκιμαντέρ για το πιο διάσημο «χαμένο παιδί» του κόσμου, παρουσιάζει αναμφισβήτητο ενδιαφέρον σε πολλά και κρίσιμα επίπεδα, πέρα από τις διάφορες θεωρίες που μπορεί να έχει κάποιος για το τι πραγματικά συνέβη: Απαγωγή από «μοναχικό ανώμαλο» ή από μέλος κυκλώματος trafficking ή/και παιδικής πορνογραφίας; Εγκληματική αμέλεια ή ατύχημα με ευθύνη των γονιών και απόπειρα συγκάλυψής του; Κάτι άλλο πιο εξωφρενικό..;
Ό,τι κι αν συνέβη, το τραγικό συμβάν αναδείχτηκε γρήγορα σε αυτό που αποκαλείται «υπερβατική υπόθεση», αλλά και σε όργιο σπέκουλας και σε ακραίο μιντιακό πανηγύρι πρωτοφανών διαστάσεων με πρωταγωνιστές τα βρετανικά ταμπλόιντ που έδωσαν ρέστα επιπολαιότητας και ρατσιστικής αντιμετώπισης των πορτογαλικών αρχών για καιρό μετά τις πρώτες κρίσιμες μέρες.
Ασχέτως αν έγιναν όλα στραβά, εξαιτίας της πίεσης των media για άμεση επίλυση αλλά και των εσφαλμένων προτεραιοτήτων των διωκτικών αρχών, η κινητοποίηση υπήρξε πρωτοφανής και σύντομα άρχισαν να εγείρονται ερωτήματα τα οποία επανήλθαν με την ίδια ένταση μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ.
Και κυρίως το εξής ερώτημα: Γιατί τέτοια επιλεκτική φροντίδα και σπατάλη κολοσσιαίων ποσών (γύρω στα 15 εκατομμύρια λίρες έχουν ξοδευτεί για την αναζήτηση της μικρής μέχρι σήμερα) για μια μεμονωμένη περίπτωση όταν κάθε χρόνο εξαφανίζονται δεκάδες (αν όχι εκατοντάδες) χιλιάδες παιδιά;
Η μαύρη αλήθεια είναι ότι η Μάντλιν ήταν το «ξανθό αγγελούδι» μιας μεσοαστικής οικογένειας με την οποία ταυτίζονται άμεσα όλες οι αντίστοιχες του πλανήτη.
Η μαύρη αλήθεια είναι ότι –αντίθετα από τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά– η Μαντλίν ήταν (αν ζει, θα είναι 16 και θα είναι ένα άλλο άτομο) το «ξανθό αγγελούδι» μιας μεσοαστικής οικογένειας με την οποία ταυτίζονται άμεσα όλες οι αντίστοιχες του πλανήτη, καθώς αναρωτιούνται με αγωνία «αν δεν μπορεί το παιδί μου να είναι ασφαλές στις διακοπές σε ένα κλειστό resort, πού μπορεί να είναι;».
Τίθεται όμως και ένα άλλο ζήτημα πλέον, που αφορά αυτά τα ντοκιμαντέρ διεξοδικής και δραματοποιημένης εξιχνίασης «αληθινών εγκλημάτων», τα οποία όντως μοιάζουν να έχουν φτάσει σε ένα σημείο τήξης, χαϊδεύοντας επιμελώς τα πιο νοσηρά ένστικτα περιέργειας και σαδομαζοχιστικής εμπλοκής του κοινού στην προβλέψιμη, κατά κανόνα, αφήγησή τους.
Ελάχιστα ίχνη αληθινής ζωής και, κυρίως, αληθινού πόνου υπάρχουν σ’ αυτές τις αγρίως χειραγωγημένες αφηγήσεις «αληθινών εγκλημάτων».
«Αν θεωρηθεί “καλό στόρι”, η ιδιωτική θλίψη γίνεται κοινό κτήμα» είχε γράψει σε κείμενό της το 1991 στον Guardian, η Λορέν Μπράντφορντ, η μητέρα της οποίας είχε δολοφονηθεί από τον πατέρα της και λίγο καιρό μετά η υπόθεση έγινε τηλεοπτικό σίριαλ στο βρετανικό κανάλι ITV.
«Θα έπρεπε να υπάρχει ένας ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στο κοινό ενδιαφέρον και στο τι μπορεί να εξάπτει το ενδιαφέρον του κοινού. Η πραγματικότητα μιας δολοφονίας δεν περιέχει υποβλητική μουσική και κοντινά πλάνα, μόνο οδύνη και απόγνωση».