Έφυγαν τόσο άδικα…
Ναι. Έφυγαν τόσο άδικα. Γυναίκες, μητέρες, κόρες, παιδιά, ΑΝΘΡΩΠΟΙ. 7 ψυχές χάθηκαν χωρίς να φταίνε. Χάθηκαν σε μια στιγμή. Στα χέρια ενός “ανθρώπου”… 7 ψυχές άφησαν την τελευταία τους πνοή με το χειρότερο τρόπο. Και ο θάνατός τους δεν ήταν λύτρωση. Το να πεθάνουν δεν σταμάτησε εκεί. Βασανίστηκαν. Βασανίστηκαν αφότου πέθαναν. Και μπορεί να μην το χωράει ο νους, αλλά σύρθηκαν στο έδαφος, μπήκαν σε βαλίτσες, ρίχθηκαν σε λίμνες, σε πηγάδια, σε φρεάτια. Βασανίστηκαν….
Η υπόθεση “Ορέστης” δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους αρκετούς ανθρώπους, που παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα, ανήμποροι να πιστέψουν τα όσα διέπραξε ο 35χρονος.
Στιχάκια, ποιήματα, τραγούδια, γράφτηκαν για να τιμήσουν τη μνήμη των θυμάτων του Μεταξά. Που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Που ήρθαν στην Κύπρο για ένα καλύτερο αύριο και έφυγαν από τη ζωή με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Που βρέθηκε στο δρόμο τους ένας άνθρωπος για να τους κόψει το νήμα της ζωής τους. Τόσο απλά, τόσο φρικτά, τόσο τρομακτικά.
Τι σοκαρίστηκες;
Ποίημα που έγραψε ο Γιώργος Περικλέους και αναρτήθηκε στη σελίδα “Ασσόδυο” μιλά για το ρατσισμό απέναντι στις γυναίκες που κατάγονται από τρίτες χώρες.
Σε εκλιπαρώ ράγισε τον καθρέφτη,
μην κρατάς γυαλί ενιαίο.
Το πρόσωπο σου είναι αυτό που σε τρόμαξε,
η βία που όρισες πολύ πριν
το λίθο βαλέτω,
πολύ πριν σε σοκάρει
η βαλίτσα με τα όνειρα,.
Τα όνειρα άλλων.
Εσύ δεν νοιάστηκες,
μην κάνεις πως νοιάστηκες,
Η λίμνη είναι το αίμα χρόνων,
σταγόνες από ιδρώτα και αίμα άλλων.
Η μόνη σου προσφορά ήταν η αθωότητα
που ξεπούλησες χρόνια πριν,
σε καθημερινές εκφράσεις,
Φιλιππινέζα, πουτάνα, μαυρού…
Τι σοκαρίστηκες;
Σε παρακαλώ…
Ναι, ναι ξέρω, όχι εσύ.
Εσύ ποτέ.
Είσαι φιλάνθρωπος, εξ ορισμού ανώτερος.
Μην κρύβεσαι, εμείς είμαστε
και ο Οιδίποδας, και η Κλυταιμνήστρα
και ο Ορέστης
και πάνω από όλα η σιωπή
“Φυσάει πολύ εδώ μαμά”
Η Ουρανία Παύλου, φαίνεται πως δεν κατάφερε να μείνει ασυγκίνητη με την ιστορία της 36χρονης Λίβιας και της κόρης της Έλενας, τις οποίες ο 35χρονος ίλαρχος είπε πως σκότωσε και έβαλε τα πτώματα τους σε βαλίτσες, ρίχνοντας τα στην Κόκκινη λίμνη στο Μιτσερό.
Έγραψε ένα τραγούδι αφιερωμένο στην 8χρονη Έλενα που βρίσκεται σε ένα κλουβί (βαλίτσα) και δεν μπορεί να τρέξει και να παίξει, να νιώσει τις χαρές ενός παιδιού.
Τη μουσική του τραγουδιού έγραψε ο Lucio Savva, ο οποίος και το ερμήνευσε. Στο πιάνο ο Πέτρος Μοσχοβάκης.
Κρυώνω Μαμά.
Φυσάει πολύ εδώ μαμά και κρυώνω. Και δεν έχω μαζί μου εκείνη την αγαπημένη κουβέρτα, δώρο δικό σου, με τα φωτεινά χρώματα του ουράνιου τόξου που αγκάλιαζαν το σωματάκι μου κάθε βράδυ και με κρατούσαν ζεστή χειμώνα καλοκαίρι.
Είμαι μέσα σε κλουβί μαμά. Και δεν μπορώ να τρέξω στις κούνιες, όπως τότε που έτρεχα πέρα-δώθε στη παιδική χαρά. Για αρχή στις τσουλήθρες, μετά στις κούνιες, στις τραμπάλες και στο τέλος στο φορτηγάκι για το καθιερωμένο παγωτο χωνάκι τριανταφυλλο. Και εσυ φώναζες μαμά: «Μην τρέχεις θα χτυπήσει πιο αργά» Και τώρα δεν μπορώ να κουνηθώ καθόλου μαμά. Λες και τα χέρια μου είναι δεμένα μαμά, λες και το σώμα μου, ολόκληρο, δεν μου ανήκει πια μαμά.
Έχει νερό εδώ μαμά. Και δεν μοιάζει με εκείνη την θάλασσα που πήγαμε τις προάλλες και κολυμπόυσαμε ανέμελες για ώρες και σού ελεγα πόσο σ’άγαπω. Τουτο το νερό είναι αλλιώτικο, βρώμικο μολυσμένο, σάπιο. Και κολλάει πάνω μου σαν χταπόδι και με πνίγει και ρουφάει την ανάσα μου μαμά.
Μυρίζει άσχημα εδώ μαμά. Οχι γιασεμί, την αγαπημένη σου μυρωδιά, που γέμιζες το σπίτι είτε άνοιξη είτε γιορτές είτε καθημερινές. Μυρίζει θάνατο εδώ μαμά, λες και υπάρχει νεκρός πεταμενος κάπου στα θολά νερα.
Μου κόβεται η ανάσα μαμά. Και είναι σκοτάδι εδώ μαμά. Και δεν υπάρχει τίποτα γνώριμο, οίκειο χρωματιστό και δεν θέλω να είμαι πια εδώ μαμά. Και είμαι μόνη εδώ μαμα. Και εγώ φοβάμαι μαμά.
Και κρυώνω μαμά. Και δεν πρόλαβα ούτε αντίο να σου πω μαμά.
Σε μια βαλίτσα…
Η Αργυρούλα Τίκκου αφιέρωσε το ποίημα της “σε κάθε ψυχή που ταξίδεψε στο μακάβριο ταξίδι της βαλίτσας-φέρετρο”. Εμπνεύστηκε από την τραγική ιστορία της Έλενας Μπουνέα, κόρη της Λίβια από τη Ρουμανία, που ο Μεταξάς σκότωσε και έβαλε το άψυχο κορμάκι της σε μία βαλίτσα. Ένα τόσο μικρό κοριτσάκι, έφυγε από τη ζωή τόσο άδικα και με το χειρότερο τρόπο.
Το ποίημα δημοσίευσε η ίδια η Αργυρούλα Τίκκου στον προσωπικό της λογαριασμό σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
Σε μια βαλίτσα ΜΑΝΑ μου
με είχανε κλεισμένο…
Για ένα ταξίδι αλλιώτικο
μακρύ κι αρρωστημένο…
Μανούλα μου δεν πρόλαβα
την κούκλα μου να πάρω…
Μέσα σε δευτερόλεπτα
αντίκρισα τον Χάρο…
Νόμιζα στα ταξίδια μας
κρατάμε τις βαλίτσες…
Κει μέσα πακετάρουμε
ρούχα μα και κουκλίτσες…
Δεν είχα ΜΑΝΑ δύναμη
τα χέρια του να διώξω…
Δεν μπόρεσα να κουνηθώ
Ούτε και να τον σπρώξω…
Σε είδα ΜΑΝΑ να μου λες
“ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΜΗΝ ΦΟΒΑΣΑΙ…
Σε κάτι μοναχά λεπτά
μαζί μου εδώ θα σαι…”
Μανούλα μου φοβήθηκα…
δεν είχα τέτοιο πλάνο…
Μες το νερό ταξίδεψα
αντί με αεροπλάνο…
Μέσα σε κόκκινα νερά
πολλοί συνεπιβάτες…
οι άχαρες βαλίτσες μας…
με Κόκκαλα γεμάτες…
ΑΝΤΙΟ ΜΑΝΑ…
ΑΝΤΙΟ ΚΟΣΜΕ…
ΗΘΕΛΑ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΟΥ
ΝΑ ΗΤΑΝ ΜΕ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ…
ΜΑ Ο ΧΑΡΟΣ ΣΑΝ ΕΠΕΜΒΗΚΕ… ΜΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟ ΠΛΑΝΟ…