Έχασε δυο παιδιά την ίδια μέρα αλλά κανείς και ποτέ δεν ανάλαβε την ευθύνη…
Ήταν μια πολύ σπουδαία γυναίκα, καλοπροαίρετη, σοβαρή και πολύ όμορφη. Βασανίστηκε πολύ σε όλη της τη ζωή και υπέφερε όσο λίγοι. Έχασε δυο παιδιά την ίδια μέρα αλλά κανείς και ποτέ δεν ανάλαβε την ευθύνη. Η Αγγελική ήταν μια γυναίκα γεμάτη πληγές και πόνο, μια πραγματική ηρωίδα που η ζωή της έγινε βιβλίο.
Η Ελένη Χαραλάμπους Κασσιανού, κόρη της Αγγελικής, αναφέρει στο Ant1.com.cy:
«Γεννήθηκα στις 15/12/1979 στα Λύμπια και έχω 4 αδέλφια. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ξέγνοιαστα αν και περνούσαμε πολύ δύσκολα οικονομικά. Όταν μεγάλωσα, έμαθα όλα όσα βίωσε η οικογένεια μου πριν γεννηθώ, τα βάσανα και τις κακουχίες. Πικράθηκα αλλά ένιωσα πολύ περήφανη για την μητέρα μου.
Όσα συνέβησαν πριν γεννηθώ…
Η μητέρα μου υπήρξε πραγματική ηρωίδα της ζωής της και της ζωής μας. Ήταν πολύ άξια γυναίκα, έξυπνη και δυναμική. Μεγάλωνε μόνη της τα 7 παιδιά της αφού ο πατέρας μου ήταν ναυτικός και έλειπε διαρκώς σε ταξίδια (ήταν καπετάνιος σε εμπορικό πλοίο). Κάποτε μας έστελνε χρήματα και κάποτε όχι. Η απουσία του ήταν έντονη στο σπίτι αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Η μητέρα μου πέρασε πολλά βάσανα και κακουχίες…
Το πρώτο μεγάλο σοκ το πέρασε όταν είδε τον πατέρα της νεκρό στο σπίτι. Είχε πολλά προβλήματα υγείας ο παππούς και δεν άντεχε. Εκείνη την ημέρα πήγε για να του πάρει φαγητό και τον βρήκε νεκρό, είχε αυτοκτονήσει.
Μετά ήρθε η Τουρκική Εισβολή και η μητέρα μου βασανίστηκε όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες μας. Όταν είπαν πως πρέπει να εκκενωθεί το χωριό, η μητέρα μου με 5 παιδιά στην αγκαλιά, πήγε με τα πόδια στην Μοσφιλωτή μαζί με άλλους συγχωριανούς μας.
Έμειναν για λίγο καιρό στο σπίτι του αδελφού της του Πέτρου (εκείνος την στήριζε περισσότερο από όλους. Δυστυχώς όμως, χάθηκε στον πόλεμο και τα οστά του βρέθηκαν πρόσφατα, ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA). Η μητέρα μου δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι ο μεγαλύτερος πόνος θα ερχόταν μερικά χρόνια αργότερα και για όλα θα έφταιγε ο πόλεμος…
Η μητέρα μου ηταν εργάτρια, εργαζόταν στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών του Υπουργείου Γεωργίας. Τα χρήματα που έβγαζε δυστυχώς δεν έφταναν και προσπαθούσαν να βοηθήσουν και τα αδέλφια μου. Ο Πάμπος (11 ετών) και η Ελένη (9 ετών), μάζευαν καππάρι από τα χωράφια και το πουλούσαν στο δρόμο, στους οδηγούς.
Εκείνη την ημέρα ήταν γιορτή και τα σχολεία ήταν κλειστά. Ήταν της Αναλήψεως και ήταν το 1977…
Ο Πάμπος και η Ελένη μαζί με τον φίλο τους τον Κύπρο πήγαν στα χωράφια για να μαζέψουν καππάρι. Καθώς μάζευαν, ο Πάμπος είπε ότι ήθελε να πάει και στο διπλανό χωράφι. Ήταν όμως ναρκοπέδιο και τα συρματοπλέγματα είχαν χαλάσει από το 1974 και μόνο ένα φυλάκιο υπήρχε που όμως εκείνη την ημέρα δεν είχε κανένα στρατιώτη ώστε να εμποδίσει τα παιδιά.
Ο Κύπρος είχε πει στον Πάμπο να μην πάει. Ο αδελφός μου όμως είδε ότι εκεί υπήρχε μπόλικο καππάρι και επέμενε. Ο Κύπρος έδωσε ένα χαστούκι στον αδελφό μου και του είπε να μην προχωρήσει άλλο. Ο Πάμπος μικρό παιδάκι που να ήξερε από νάρκες, προχώρησε και μαζί ακολούθησε και η Ελένη.
Καθώς προχωρούσαν η μικρή Ελένη πάτησε μια νάρκη και η έκρηξη ακούστηκε σε ολόκληρο το χωριό. Τα αδελφάκια μου διαμελίστηκαν.
Η μητέρα μου ήταν σε μια γειτόνισσα και μαζί καθόντουσαν έξω στην αυλή και κεντούσαν. Λίγα λεπτά αργότερα πέρασε από εκεί ένας νεαρός και της φώναξε «θκια Ατζελού τα μωρά σου ανατινάχθηκαν τζιαι εσού είσαι δαμέ;».
Η μητέρα μου άρχισε να τρέχει μα όταν έφτασε εκεί, οι συγχωριανοί μας δεν την άφηναν να πλησιάσει. Της είπαν πως τα μωρά της θα γίνουν καλά και την πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί έμαθε πως ο Πάμπος και η Ελένη ήταν νεκροί. Το πίσω μέρος της κεφαλής της Ελένης χάθηκε, βασικά βρέθηκαν κομμάτια τους μόνο.
Ο μικρός Κύπρος έκανε πολλές μέρες να μιλήσει, δεν μπορούσε να συνέλθει από το σοκ. Πέρασαν χρόνια να το ξεπεράσει. Δυστυχώς ούτε και εκείνος χάρηκε τη ζωή του, έφυγε στα 29 του χρόνια. Έπεσε το βράδυ να κοιμηθεί και το πρωί δεν ξύπνησε. Οι γιατροί είπαν ότι έπαθε έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Η μητέρα μου δεν μπορούσε πια ούτε τον εαυτό της να φροντίζει…
Καθόταν αμίλητη στο παγκάκι για ώρες. Θυμάμαι μάλιστα που μου είχαν πει ότι επειδή δεν έλουζε πια και δεν φρόντιζε τα μακριά ξανθά μαλλιά της, οι δικοί της, αφού δεν μπορούσαν να την χτενίσουν της τα έκοψαν.
Οι νάρκες ήταν εκεί από το 1974, κανείς δεν τιμωρήθηκε, ούτε καν ο σκοπός που δεν ήταν εκείνη την στιγμή εκεί. Πέρασαν πολλά χρόνια, συγκεκριμένα το 2000 αναγνωρίστηκαν επίσημα ως παθόντες πολέμου.
Μετά από 40 μέρες…
Ο πατέρας μου πήρε την μητέρα μου και τα αδέλφια μου πάνω στο καράβι. Ήθελε να τους βοηθήσει να ξεφύγουν για λίγο από το πένθος. Θα πήγαιναν στη Λιβύη.Λόγω του ότι το «Μπουμπουλίνα» έτσι έλεγαν το καράβι, ήταν γνωστό ότι ανά διαστήματα μετέφερε οπλισμό και πυρομαχικά, όταν αγκυροβόλησε στη Λιβύη, η αστυνομία συνέλαβε τον πατέρα μου και άφησαν την μητέρα μου και τα παιδιά μέσα στο αγκυροβολημένο καράβι. Εκεί τον βασάνισαν αρκετά, ήταν άθλιες οι συνθήκες όπως είπε αργότερα στη μητέρα μου. Από τη μέση και κάτω ήταν μέσα στο νερό.
Στάθηκαν όμως τυχεροί στην ατυχία τους γιατί όταν εκείνοι γιόρταζαν το ραμαζάνι τους, άφησαν ελεύθερο τον πατέρα μου. Το ίδιο βράδυ, αφού και οι φρουροί γιόρταζαν, με σβηστά φώτα τράβηξε τις άγκυρες και έφυγαν. Όταν το ανακάλυψαν ήταν ακόμα στα δικά τους χωρικά ύδατα και άρχισαν να πυροβολούν. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά και δεν τραυμάτισαν κανέναν αλλά ούτε κατάφεραν να καταστρέψουν το καράβι.
Όταν έφτασαν στην Καλαμάτα, η μητέρα μου τόσο χάρηκε και τόσο της άρεσε που ήθελε να μείνουν για πάντα εκεί αλλά ο πατέρας μου ήθελε να γυρίσουν πίσω στην Κύπρο.
Τον Σεπτέμβρη του 1978…
Η μητέρα μου γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι και το ονόμασε Χαράλαμπο που όμως ήταν ίδιος με τον Πάμπο μας. Το 1979 γέννησε εμένα που ακόμα πιο περίεργο ήταν ότι ήμουν ίδια η Ελένη μας.
Η μητέρα μου δεν μπορούσε να έχει στο σπίτι τίποτα που να της θυμίζει τα παιδιά της που χάθηκαν, της προκαλούσε μεγάλο σοκ και έκλαιγε για μέρες. Φωτογραφίες του Πάμπου και της Ελένης είχε η γειτόνισσα μας που μας τις έδωσε αρκετά χρόνια αργότερα. Πραγματικά ήμασταν ίδιοι με τα αδικοχαμένα αδέλφια μας. Στην αρχή νόμιζα ότι ήμουν εγώ στην φωτογραφία και όταν ρώτησα τη μητέρα μου που είναι τα ρούχα που φορούσα και δεν τα θυμάμαι, εκείνη έβαλε τα κλάματα. Από τότε δεν την ρώτησα ποτέ ξανά.
Πέρασαν χρόνια μέχρι να μπορέσει να πάει στον τάφο των μωρών της…
Κάποια στιγμή μου ζήτησε να πάμε μαζί και από τότε άρχισε να πηγαίνει. Ένα Σάββατο πριν φύγει από τη ζωή, πήγε μόνη της. Καθάρισε τον τάφο των παιδιών της και έβαλε τα αγαπημένα της λουλούδια στο βάζο. Το επόμενο Σάββατο έγινε η δική της κηδεία. Ήταν 22 Απριλίου του 2005 και ήταν 59 ετών. Έπαθε έμφραγμα.
Όταν νοσηλευόταν στο νοσοκομείο…
Μας είπε η νοσοκόμα το εξής απίστευτο. Κάποια στιγμή που στεκόταν δίπλα της μητέρας μου, την κοίταξε και της είπε «Σε παρακαλώ άσε το μωρό να έρθει δίπλα μου» η νοσοκόμα της είπε πως δεν έβλεπε κανένα παιδί στο δωμάτιο μα η μητέρα μου επέμενε. «Εκείνο το ξανθό κοριτσάκι, είναι η κόρη μου η Ελένη. Άφησε την να έρθει κοντά μου». Η νοσοκόμα δεν έβλεπε κανένα κοριτσάκι… Μετά από 2 μέρες η μητέρα μου έφυγε για το μεγάλο ταξίδι…
Ο πατέρας μου πέθανε στις 18 Ιουνίου το 2008. Το πιο όμορφο που συνέβη στην οικογένεια μου είναι οτι ο αδελφός του παιδικού φίλου του Πάμπου και της Ελένης, του Κύπρου, ο Σοφοκλής, ερωτεύτηκε την αδελφή μου την Χρυστάλλα και παντρεύτηκαν. Πρόκειται για έναν υπέροχο άνθρωπο που αγαπά πολύ την οικογένεια μας.
Μου λείπουν οι γονείς μου, μου λείπει η μάνα μου…Είμαι όμως τόσο περήφανη για εκείνην…
Μια γυναίκα που βίωσε τόσα πολλά και που όμως άντεξε για χατίρι των άλλων παιδιών της. Πόνος, δάκρυα, φτώχια την συντρόφευαν καθημερινά. Θυμάμαι που όποτε την ρωτούσαμε γιατί κλαίει εκείνη σκούπιζε τα δάκρυα της και μας έλεγε «Είμαι καλά παιδιά μου»Όποτε νιώθω την ανάγκη της, προσεύχομαι και την νιώθω πάντα δίπλα μου».
Διαβάστε επίσης