Πιστεύω στο ρητό οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Την αγαπούσα τη γυναίκα μου, είχαμε έναν πολύ ευτυχισμένο γάμο από τον οποίο αποκτήσαμε και δύο αγόρια, σήμερα 8 και 10 ετών.
Την έχασα ξαφνικά σε μια πλημμύρα στην Αθήνα πρίν 3 χρόνια και έχασα τον κόσμο. Οι μέρες δεν περνούσαν, διαλύθηκα. Σηκωνόμουν με πολύ πίεση για να πάω τα παιδιά μου σχολείο να τα διαβάσω να τα ταίσω να μπορέσω να πληρώσω τους λογαριασμούς.
Ένιωθα πως η ζωή είχε τελειώσει για μένα. Τις νύχτες καθόμουν στον υπολογιστή και μιλούσα με αγνώστους γιατί ήταν οι μόνοι που με καταλάβαιναν. Οι υπόλοιποι , πεθερικά γονείς και συγγενείς με έκαναν να πνίγομαι. Μπάστακες όλη μέρα πάνω από το κεφάλι μου.
Ήθελαν να φροντίσουν τα παιδιά να με κάνουν να συνέλθω. Τους ευχαριστώ αλλά δεν το ζήτησα. Ήθελα να μείνω μόνος με τα παιδιά μου να περάσω εκείνες τις στιγμές τις δύσκολες μαζί τους εγώ και αυτά. Να τους μιλήσω για τη μαμά τους, για τον χαμό της, να κλάψουμε παρέα. Όχι να ακούνε τις φαντασίες ή τις εικασίες των άλλων που τα μπέρδευαν. Δυστυχώς δεν είχα το κουράγιο να τσακωθώ και τους είχα και ανάγκη. Κάποιος έπρεπε να ξαναπάει για δουλειά και κάποιος να κρατάει τα παιδιά.
Τη αδερφή της γυναίκας μου την είχα δει ελάχιστες φορές. Δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις, ήταν πολύ μικρότερη από τη γυναίκα μου (10 χρόνια) και σπούδαζε στην Αγγλία. Ήρθε για το γάμο και ξαναέφυγε. Μετά έπιασε δουλειά εκεί.
Στη κηδεία δεν μπόρεσε να έρθει ήρθε μετά από 6 μήνες γιατί δεν της έδιναν άδεια από τη δουλειά της. Τα παιδιά μου δεν τη γνώριζαν καλά, ζήτημα να την είχαν δει δέκα φορές. Δεν ήταν η θεία ή η κουνιάδα που μπαινόβγαινε σπίτι μας. Δεν είχαμε επαφές.
Μια μέρα πήρε τηλέφωνο στο σπίτι και ζήτησε να έρθει να δει τα ανίψια της μετά τον θάνατο της αδερφής της. Παραιτήθηκε από τη δουλειά της και είχε αποφασίσει να γυρίσει στην Ελλάδα. Της είπα να έρθει. Τα παιδιά ούτε κρύο ούτε ζέστη ούτε και εγώ. Ήμασταν κάπως σφιγμένοι τί να πούμε με έναν άνθρωπο που σχεδόν δεν ξέραμε; Έκατσε μια ώρα και έφυγε. Απρόσιτη κοπέλα ψυχρή, σκέφτηκα. Έτσι νόμιζα.
Μετά από μερικές μέρες τη πέτυχα σε ένα μαγαζί που είχα πάει με τους συναδέλφους για ένα ποτό. Πήγα κοντά για να τη χαιρετίσω τυπικά και ένας συνάδελφος άρχισε να μου λέει τί ωραία κουνιάδα έχεις και τί κούκλα και να μας τη γνωρίσεις. Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω κάτι σκίρτησε μέσα μου, κάτι άλλαξε στο μυαλό μου. Σαν κάποιος να μου πάτησε ένα κουμπί και μαγικά να άλλαξε τα μάτια μου, τον τρόπο που την έβλεπα ως τότε. Μετά από λίγες μέρες γίναμε ζευγάρι και μετά από ένα χρόνο παντρευτήκαμε.
Τα παιδιά τη δέχτηκαν γιατί δεν ήταν ποτέ αυτό που λέμε η θεία που ερχόταν σπίτι και είχαν δεθεί μαζί της σαν ανίψια. Οι γονείς της δεν μας μιλάνε και πολλοί συγγενείς. Στο γάμο ήμασταν 20 άνθρωποι όλοι και όλοι.
Μας κατηγορούν ότι δεν σεβαστήκαμε τη μνήμη της γυναίκας μου και τα έχουν πιο πολύ με τη τωρινή μου σύζυγο που σαν αδερφή δεν τίμησε το θάνατό της.
Άραγε αν δεν κάναμε σχέση, αν δεν παντρευόμασταν, θα ανασταίνονταν η γυναίκα μου; Θα άλλαζε κάτι; Αυτό κανείς δεν μπορεί να το απαντήσει. Η πόρτα του σπιτιού μας έκλεισε πολύ κόσμο απ’ έξω αλλά δεν με νοιάζει. Είμαστε ευτυχισμένοι και ζω τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου.
Τη γυναίκα μου που πέθανε δεν τη ξεχνώ. Δεν ξεχνώ όμως ότι ο γάμος μας ήταν τοσο ευτυχισμένος που μπόρεσα να εμπιστευθώ και να αγαπήσω ξανά. Αυτό θυμάμαι…
Διαβάστε επίσης