Το απόγευμα της 12ης Μαΐου 1961, ο αρχιτέκτονας Πήτερ Γκρέι, η σύζυγος και τα δυο τους παιδιά, έκαναν μία βόλτα με το αυτοκίνητο. Η βρετανική οικογένεια μόλις είχε σμίξει στη νέα πόλη, το νέο τόπο κατοικίας τους. Δεν πρόλαβαν όμως. Εκείνο το απόγευμα, κάποιος νεαρός, δολοφόνησε με γκανγκστερικό τρόπο τον Βρετανό αρχιτέκτονα, μπροστά στη σύζυγο και τα παιδιά του.
Στην κατάθεσή της η Μάργκαρετ Γκρέι είπε:
«Στις 12 Μαΐου, ο σύζυγός μου δεν εργαζόταν. Το πρωί πήγαμε όλη η οικογένεια στην πόλη με τα πόδια. Το απόγευμα γύρω στις τρεις βγήκαμε με το αυτοκίνητο. Ο σύζυγός μου οδηγούσε κι εγώ με τα παιδιά καθίσαμε στο πίσω κάθισμα. Πήγαμε σε ένα κατάστημα, όπου μείναμε περί τα 10-15 λεπτά. Ενώ ήμασταν εκεί, ο σύζυγός μου πήγε με τον γιο μου στο αυτοκίνητο και πήρε το καπελάκι του παιδιού. Αυτή την ώρα είδα ένα αυτοκίνητο να
περνά απ’ έξω. Δεν θυμάμαι πόσες φορές πέρασε, αλλά θα πέρασε αρκετές για να το προσέξω. Ο οδηγός κοίταζε προς το μέρος μας. Δεν πρόσεξα ποιας μάρκας ήταν. Νομίζω ήταν γκρίζου χρώματος με λωρίδα χρωμίου.
Ο Πήτερ Γκρέι νεκρός στη τσάντα της συζύγου του
Νομίζω ότι στο αυτοκίνητο επέβαιναν δύο άτομα. Όταν τελειώσαμε τα ψώνια, επιστρέψαμε στο αυτοκίνητο. Ο σύζυγός μου κάθισε μπροστά κι εγώ με τα δυο παιδιά πίσω. Νομίζω ότι ο σύζυγός μου ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τη μηχανή του αυτοκινήτου, όταν άκουσα τα βήματα κάποιου που έτρεχε. Είδα έναν άνδρα από το παράθυρο της πόρτας οδηγού. Άκουσα τότε μερικούς πυροβολισμούς. Ο σύζυγός μου δεν είπε τίποτα, όταν τον αντίκρισε. Τον άκουσα μόνο που έβγαλε μια κραυγή. Εγώ κοίταξα αυτόν τον άντρα. Κρατούσε όπλο. Δεν είπα τίποτα. Όταν αντιλήφθηκα τι έγινε, άρχισα να κλαίω«.
Ένας άγνωστος τηλεφώνησε στην αστυνομία.
Επί τόπου έσπευσε ο Υπουργός Εσωτερικών Πολύκαρπος Γιωρκάτζης.
Δεκάδες άνθρωποι στη σκηνή του φόνου
Ο Γιωρκάτζης άρχισε να μιλάει και να επισκέπτεται διάφορα άτομα της περιοχής. Κάποιος του είπε πως τη δολοφονία διέπραξε ο Νίκος Σαμψών. Ο Υπουργός, διέταξε αμέσως τη σύλληψη του Σαμψών αλλά και τη δημιουργία οδοφραγμάτων από την Κερύνεια ως τη Λευκωσία. Ο δράστης έπρεπε να συλληφθεί άμεσα.
Η δολοφονία συγκλόνισε την Κύπρο. Ο Πρόεδρος Μακάριος προσέφερε αμοιβή 2000 λίρες, σε όποιον δώσει κρίσιμες πληροφορίες αλλά δεν υπήρξε καμμία βοήθεια.
Στον τύπο έκανε την εξής δήλωση: «Το απαίσιο έγκλημα της δολοφονίας του Πήτερ Γκρέι προκαλεί πραγματική αγανάκτησιν και αποτροπιασμόν. Διεστραμμένοι ψυχικώς και πραγματικοί κτηνάνθρωποι πρέπει να είναι οι απαίσιοι κακουργοί, οι οποίοι με τη δολοφονικήν πράξιν των, εγκλημάτησαν όχι μόνο κατά του θύματος αλλά και εναντίον της Κύπρου».
Τα μεσάνυκτα της ίδιας ημέρας, ο Σαμψών με τον Νεοπτόλεμο Λεφτή συνελήφθησαν στο οδόφραγμα Γερόλακκου. Οι δύο άντρες δήλωσαν, πως την ώρα του εγκλήματος βρίσκονταν στο Αργάκι της Μόρφου με τον φίλο τους Ανδρέα Κίκα.
Δύο ημέρες αργότερα, οι Σαμψών, Λεφτής και άλλα άτομα παρατάχθησαν μπροστά από τη σύζυγο του Πήτερ Γκρέι. Δεν αναγνώρισε κανέναν. Πλησιάζοντας τον Σαμψών κοντοστάθηκε. Δεν τον άγγιξε και είπε: «Του μοιάζει, αλλά δεν είμαι βέβαιη. Δεν είναι αυτός».
Κουρέας στα κρατητήρια
Την επόμενη ημέρα οι αστυνομικοί σχολίαζαν, ότι οι νεαροί είχαν καλέσει κουρέα, ο οποίος άλλαξε το κτένισμα του Σαμψών και κούρευσε το μεγάλο μουστάκι του Λεφτή, αλλάζοντας κάπως την εμφάνισή τους.
Η δολοφονία δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.
Π Λεφτής (αριστερά) κι ο Σαμψών (κέντρο) εξέρχονται από τις κεντρικές φυλακές
Μαρτυρία 40 χρόνια μετά
Ο Φάνης Δημητρίου, ιστορικό στέλεχος της Αστυνομίας Κύπρου από την εποχή της αγγλοκρατίας έως το 1984, διερεύνησε πολλά από τα πολιτικά εγκλήματα, ιδίως της δεκαετίας του ’60. Στο βιβλίο του «Πολιτικά Εγκλήματα, Άγνωστες ιστορικές πτυχές 1960-1978», αναφέρει μία μαρτυρία 40 χρόνια μετά τη δολοφονία του Πήτερ Γκρέι.
Το 2001, ο αφυπηρετείσας Φάνης Δημητρίου μπήκε σε ένα περίπτερο του Αγίου Δομετίου, όταν άκουσε τον περιπτερά μαζί με τον Δημήτρη Παπακυριακού, γνωστό ως Μήτσο, ο οποίος ήταν μεγάλος παράγοντας του ιπποδρόμου, να συζητάνε για σοβαρά εγκλήματα που παρέμειναν ανεξιχνίαστα.
Ο Μήτσος, θυμήθηκε την υπόθεση της 12ης Μαΐου και άρχισε την εξιστόρηση. «Εκείνη την ημέρα εγώ κι ο Γ.Σ.Ν. ιδιοκτήτης αλόγων ιπποδρόμου, και κάποιος άλλος που εκτελούσε χρέη οδηγού πήγαμε στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας, για να συμβουλεύσω τον πρώτο να βρει κατάλληλο χώρο, ώστε να πάρει το καλοκαίρι τα άλογά του στην θάλασσα».
Ο Σαμψών με διαφορετική κόμη στη θέση του οδηγού και ο Ν. Λευτής με μικρό μουστάκι στη θέση του συνοδηγού
Σύμφωνα με τον Μήτσο τελείωσαν τη δουλειά τους μετά την 1.00 μ.μ. και πήγαν σε κάποιο καφενείο του χωριού στον κύριο δρόμο Κερύνειας – Αγίου Γεωργίου. Εκεί, άγνωστος αστυνομικός με στολή κάτι είπε στον Γ.Σ.Ν. Ο τελευταίος ζήτησε να πάνε στη Κερύνεια να τον συναντήσουν. «Σε κάποιο σημείο πλησίον τον ξενοδοχείου Κατσελλή ο Γ.Σ.Ν. είδε τον γνωστό του Άγγλο να εισέρχεται σε ένα αυτοκίνητο. Τον πλησίασε και στην παρουσία μας τον πυροβόλησε. Γύρισε στο αυτοκίνητο μας και ο οδηγός έφυγε προς τον Άγιο Γεώργιο. Σταμάτησε έξω από το καφενείο που ήμασταν προηγουμένως».
Εκεί ο Γ.Σ.Ν. έδωσε το πιστόλι του στον καφετζή για να το κρύψει και οι δύο άντρες αναχώρησαν με λεωφορείο γραμμής.
Πληροφορίες: Θεοφάνης Δημητρίου, «Πολιτικά Εγκλήματα, Άγνωστες ιστορικές πτυχές 1960-1978»