Τι απέγιναν αλήθεια τα παιδιά, των οποίων η μητέρα δολοφονήθηκε από τον σύζυγο ή τον σύντροφο; Τι τους συνέβη στην πορεία της ζωής τους; Βρήκαν στήριξη από τις κρατικές δομές κι αν ναι, τι είδους στήριξη ήταν αυτή; Τι προβλήματα αντιμετώπισαν και τι κάνουν σήμερα;
Τα παραπάνω ερωτήματα ήταν το αντικείμενο μελέτης που διεξήγαγαν ο καθηγητής Ανδρέας Καπαρδής και η ειδική ερευνήτρια Μαρία Κωνσταντίνου του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου σε συνεργασία με το Τμήμα Ψυχολογίας του Second University of Naples της Ιταλίας και το Mykolas Romeris University της Λιθουανίας, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Daphne που είχε τίτλο «Οι περιπτώσεις ορφανών ατόμων από εγκλήματα γυναικοκτονίας στην Κύπρο».
Δυστυχώς, όπως ανέφερε στον REPORTER, ο κ. Καπαρδής, μέσα από την έρευνα αναδείχθηκε ότι πολύ λίγα πράγματα ήταν γνωστά γι’ αυτά τα παιδιά, δηλαδή ποια είναι, τι τους συνέβη, σε ποια κατάσταση βρέθηκαν πέντε και δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία της μητέρας τους, τι είδους υποστήριξη χρειάζονταν πραγματικά και ποιες κατευθυντήριες γραμμές θα μπορούσαν να ακολουθηθούν από τους επαγγελματίες και την πολιτεία.
Η έρευνα περιλάμβανε τα έτη 2001-2014, περίοδος κατά την οποία, σύμφωνα με τον κ. Καπαρδή, καταβλήθηκαν πολλές προσπάθειες για προώθηση των συμπερασμάτων, χωρίς όμως ιδιαίτερη ανταπόκριση.
Την αναφερόμενη περίοδο είχαν διαπραχθεί 18 φόνοι γυναικών από νυν ή τέως συντρόφους ή συζύγους, ενώ έκτοτε και συγκεκριμένα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019 διαπράχθηκαν ακόμη 13 φόνοι, συμπεριλαμβανομένων αυτών που παραδέχθηκε ο κατά συρροή δολοφόνος Νίκος Μεταξάς.
Από την έρευνα διαπιστώθηκε επίσης ότι οι δολοφονίες γυναικών από τους συντρόφους τους δεν καταγράφονται ξεχωριστά στις επίσημες στατιστικές των Αρχών και το αρχείο που υπάρχει είναι από στοιχεία που έχουν συλλέξει οι ίδιοι οι ερευνητές.
Άλλα ευρήματα της μελέτης ήταν ότι τα όπλα που χρησιμοποίησαν οι δράστες αφορούσαν κυνηγετικό όπλο, στρατιωτικό τυφέκιο, πιστόλι και μαχαίρι, ενώ υπήρχαν περιπτώσεις όπου ο θάνατος επήλθε λόγω βαριάς σωματικής βλάβης, στραγγαλισμού, εμπρησμού, ακόμα και λόγω ρίψης καυστικού οξύ. Το πιο τραγικό ήταν ότι σε αρκετές περιπτώσεις ήταν μάρτυρες των δολοφονιών τα παιδιά είτε του θύματος είτε του θύτη, είτε ακόμη και των δύο.
Όπως σημειώνεται στα συμπεράσματα της έρευνας, η δολοφονία που διαπράττεται από τον σύζυγο ή τον σύντροφο καταστρέφει ταυτόχρονα και τις ζωές χιλιάδων βρεφών, παιδιών και εφήβων που ξαφνικά χάνουν τη μητέρα τους με τον πιο αποτρόπαιο και φρικτό τρόπο.
Τα παιδιά αυτά έχουν να αντιμετωπίσουν το τραύμα της βίας και του πόνου που σχετίζεται με την απώλεια και των δύο γονιών ταυτόχρονα αφού ο δράστης φυλακίζεται ή θέτει τέρμα στη ζωή του, βιώνουν επίσης αποσταθεροποίηση και ανασφάλεια για το πού και με ποιον θα ζήσουν, ενώ έχουν να αντιμετωπίσουν και τεράστιες εσωτερικές συγκρούσεις.
«Αυτά τα ορφανά βρίσκονται σε πολύ υψηλό κίνδυνο χρόνιων διαταραχών μετα-τραυματικού στρες, αυτοκτονιών, εγκληματικότητας, κατάχρησης ουσιών, κατάθλιψης. Πολύ λίγα όμως είναι γνωστά γι’ αυτά τα παιδιά, δηλαδή ποια είναι, τι τους συνέβη, σε ποια κατάσταση βρίσκονται πέντε και δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία της μητέρας τους, τί είδους υποστήριξη χρειάζονταν πραγματικά και ποιες κατευθυντήριες γραμμές μπορούσαν να ακολουθηθούν από τους επαγγελματίες και την πολιτεία», σημειώνεται στα συμπεράσματα της έρευνας.
Περαιτέρω υποδεικνύεται πως «αφού δεν καταφέραμε ως πολιτεία και ως κοινωνία να σώσουμε τους γονείς των παιδιών, είναι χρέος μας, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, να στηρίξει τα παιδιά, αλλά και να εισακουστούν οι εισηγήσεις και τα αποτελέσματα της έρευνας από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς».
Διαβάστε επίσης