«Η Ταμάρα από την Ουκρανία παλεύει κάτω από το βάρος του τρίτου της πελάτη, ενός παχύσαρκου που βρομοκοπά αλκοόλ και σκόρδο. Το μικροσκοπικό δωμάτιο εντός του καμπαρέ φωτίζεται από έναν αδύνατο λαμπτήρα.
Ο προηγούμενος πελάτης ήταν δήμαρχος, αλλά είχε βίτσια. Και οι μώλωπες που άφησε στο κορμί της, την πονούν. Ο δύσοσμος υπέρβαρος πελάτης με τον αριθμό 3 φτάνει σε οργασμό και σηκώνεται. Στάζοντας στον ιδρώτα, Ιούλιος μήνας, ντύνεται και με ένα γρύλλισμα εξαφανίζεται. Όπως οι υπόλοιποι, κάποια στιγμή θα ξαναγυρίσει. Η ίδια όμως θα μείνει εκεί, ακινητοποιημένη, παγιδευμένη στην αθλιότητα. Να περιμένει τον πελάτη με αριθμό 4, 5, 6, 7 και εάν το μαγαζί είχε κίνηση, ίσως χρειαζόταν να δεχτεί περισσότερους.
Θυμάται πάλι πώς έφθασε εδώ και τα βάζει για μια ακόμα φορά με τον εαυτό της που φάνηκε χαζή. Που πίστεψε εκείνη τη γυναίκα, όταν της είπε ότι μπορούσε να διευθετήσει τη μετάβασή της στην Κύπρο για να εργαστεί ως σερβιτόρα…
Λίγες ημέρες αργότερα η Ταμάρα δεν ένιωθε πια όμορφη, αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου. Στο μυαλό της στριφογύριζαν τα παιδιά της, ένα αγόρι και ένα κορίτσι ηλικίας 5 και 3 ετών. Άραγε θα την καταλάβαιναν εάν ποτέ την ξανάβλεπαν; Ένα κορδόνι που βρίσκεται στο δωμάτιο είναι πολύ κοντό, δεν κάνει για τη ‘δουλειά’ που το θέλει. Πρέπει λοιπόν να αντέξει τους επόμενους 8-10 πελάτες. Και δεν παύει να αναρωτιέται εάν υπάρχει κόσμος σε αυτό τον τόπο που να συνειδητοποιεί τι γίνεται έξω από την πόρτα του. Δεν παύει να αναρωτιέται εάν υπάρχει κάποιος τριγύρω να δείξει ενδιαφέρον, εάν υπάρχει κάποιος που ξέρει την αλήθεια…».
Αχνοφαίνονται ακόμα οι μορφές τους. Μόλις τις είχαν κατεβάσει από ένα ψυγείο με κρέατα, τις έσυραν σε ένα διαμέρισμα, τους πήραν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα και έκλεισαν πίσω τους την πόρτα. Την επομένη τις μετέφεραν στο καμπαρέ για να επιθεωρήσει το αφεντικό το εμπόρευμα, ενώ τη μεθεπόμενη το Υπουργείο Εσωτερικών τις «σταμπάριζε» ως καλό προϊόν και τους έδινε τον τιμητικό τίτλο της «visa artist».
Αχνοφαίνονται ακόμα οι μορφές τους να απλώνουν το χέρι και να ζητούν βοήθεια όταν το αφεντικό τους εξηγούσε με λόγια σταράτα ότι τα περί σερβιτόρας ήταν μούφα και ότι άλλη θα ήταν η δουλειά τους. Μα να απλώσει χέρι ποιος; Το κράτος που ήταν ο αιμοδότης των καμπαρέ; Η Αστυνομία που ήταν ο καλύτερος πελάτης; Τα δικαστήρια που έκριναν πάντα τα θύματα ως ψεύτρες και αναξιόπιστες και έβαζαν περίπου φωτοστέφανο στους θύτες; Ή μια κοινωνία απαίδευτη για το τι ακριβώς σημαίνει εμπορία ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση.
Από το τότε στο σήμερα
Από τότε άλλαξαν πολλά, έγιναν μεγάλα βήματα προόδου, αλλά το φάντασμα της σωματεμπορίας είναι εκεί, με μορφές άλλες. Είναι στις αγγελίες, στα διαμερίσματα, στα καφενεία, στις μπιραρίες, στο δρόμο, στους εικονικούς γάμους. Μπορεί τα καμπαρέ να έκλεισαν, αλλά η υπεύθυνη του Γραφείου Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων Ρίτα Σούπερμαν, μιλώντας στις 18 Οκτωβρίου σε εκδήλωση της μη κυβερνητικής οργάνωσης Cyprus Stop Trafficking (CST) με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Εμπορίας Προσώπων, ήρθε να μας αφυπνίσει. Ανέφερε ότι παρά την εισαγωγή αυστηρότερων νομοθεσιών και παρά τις αυξημένες προσαγωγές σωματεμπόρων σε δίκες, η σεξουαλική εκμετάλλευση δεν έχει μειωθεί. Αντίθετα ανακαλύπτονται πλέον και θύματα ανάμεσα σε Κύπριες.
Η 18η Οκτωβρίου έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια Ημέρα κατά της Εμπορίας Προσώπων και η Κύπρος έχει ένα λόγο παραπάνω να θυμάται και να απευθύνει μια συγγνώμη στα θύματα που δεν αναγνώρισε έγκαιρα. Η Ταμάρα δεν κατάφερε ποτέ να δικαιωθεί στα δικαστήρια, η Ιρίνα δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Οι ιστορίες τους όμως παραμένουν ζωντανές μέσα από καταγραφές στα βιβλία της προέδρου της CST Ανδρούλας Χριστοφίδου, της γυναίκας που ίδρυσε την οργάνωση και μάχεται ακούραστα για έναν κόσμο όπου δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
***
Η Ιρίνα, γράφει η κ. Χριστοφίδου, στεκόταν απέναντί μου με μάτια που γυάλιζαν, σαν να είχε πυρετό. Στα 28 της είχε πιστέψει στο όνειρο και εγκατέλειψε τη Μολδαβία, στα 30 της έμοιαζε με φάντασμα που περιφερόταν ανάμεσα στους ζωντανούς.
– Καιρό να σε δω, Ιρίνα. Τι θα πιεις;
– Βότκα, απάντησε.
– Ξανάρχισες να πίνεις;
– Ναι, από σήμερα. Μόλις έμαθα την απόφαση.
Κάθισε και άρχισε να σιγοκλαίει. Της έφερα μια βότκα, την ήπιε μονορούφι και ξέσπασε.
– Με ποιου το δικαίωμα να μην με πιστέψει; Είχαμε και αστυνομικούς πελάτες και δικηγόρους και γιατρούς και δήμαρχους. Αυτοί που δεν τολμούσαν να έρθουν στο καμπαρέ για να διαλέξουν, παράγγελναν τηλεφωνικώς. Εμείς είμαστε βρόμες, πόρνες και αυτοί κύριοι… Με ποιου το δικαίωμα να μην με πιστέψει; Αφού ξέρει τι γίνεται. Όλοι ξέρουν. Μας πουλούσαν για 130 ευρώ, τα 30 τα έδιναν σε μας, τα 100 τα κρατούσαν εκείνοι.
Σταμάτησε για λίγο να μιλά και ζήτησε κι άλλη βότκα.
– Ούτε εσύ με πίστεψες; Ούτε εσύ; Αν όχι, πες μου να φύγω, ρωτά η Ιρίνα και ξεσπά σε κλάματα.
***
Έκανε το ταξίδι με άλλες τέσσερις κοπέλες. Σε όλες είχαν πει την ίδια ιστορία. Βρέθηκαν και οι τέσσερις κλεισμένες σε ένα καμπαρέ. Οι άνθρωποι που τις επισκέφθηκαν ήταν ξεκάθαροι από την αρχή. Τους πήραν τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, τους είπαν ότι χρωστούσαν πολλά χρήματα και ότι για να ξεπληρώσουν, έπρεπε να πηγαίνουν με πελάτες.
«Αρνηθήκαμε, φωνάξαμε, κλάψαμε», λέει η Ιρίνα. «Τη μοίρα μας όμως την είχαν καθορίσει. Μπήκαν στο δωμάτιο τέσσερις άντρες, υπάλληλοι του καμπαρέ όπως μάθαμε εκ των υστέρων, μας ξυλοφόρτωσαν και μας βίασαν. Όταν συνήλθαμε, διερωτηθήκαμε τι έπρεπε να κάνουμε. Αποφασίσαμε να υποταχθούμε και με την πρώτη ευκαιρία να δραπετεύσουμε. Να μιλήσουμε, να ζητήσουμε βοήθεια από πελάτες, φοβόμασταν. Το αφεντικό μάς προειδοποιούσε συνέχεια ότι αστυνομικοί και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι ήταν πελάτες και φίλοι του και ότι αν μιλούσαμε, θα μπλέκαμε άσχημα…».
Η Μαρίνα ζητά ακόμα μια βότκα και συνεχίζει:
«Πολλούς μήνες μετά και όταν κατάφερα να στείλω μερικά χρήματα στο σπίτι μου, σκέφτηκα να αυτοκτονήσω. Δεν ήταν όμως εύκολο. Πιο εύκολο ήταν να πιω και να μεθύσω. Μια νύχτα με έβαλαν σε ένα ταξί για να με πάει στο σπίτι κάποιου πελάτη. Όταν σταματήσαμε σε κόκκινο φανάρι είδα έναν αστυνομικό και χωρίς να το σκεφτώ άνοιξα την πόρτα, έτρεξα κοντά του και ούρλιαζα «hospital, help». Με ρώτησε σε ποιο καμπαρέ δούλευα, αλλά φοβόμουν να του πω.
Με πήγαν κάπου και κοιμήθηκα. Την επομένη μία κυρία με ρώτησε αν ήθελα να πάει φυλακή ο εργοδότης μου και οι υπάλληλοί του. Δέχτηκα με χαρά. Σε λίγες μέρες βρέθηκα με άλλες κοπέλες σε ένα σπίτι. Μας εξήγησαν ότι ήταν το καταφύγιο της αστυνομίας για θύματα σωματεμπορίας. Οι περισσότερες κοπέλες ήθελαν να επιστρέψουν στις χώρες τους. Εγώ ήθελα να μείνω και να μαρτυρήσω, για να μπουν οι αχρείοι στη φυλακή». Μήνες μετά και όταν θα τέλειωνε η δίκη, η Μαρίνα θα καταλάβαινε ότι είχε κάνει λάθος επιλογή.
***
Περίμενε τη δίκη για περισσότερο από ένα χρόνο. Και όλο αυτό το διάστημα προετοιμαζόταν για τη στιγμή που θα ερχόταν αντιμέτωπη με αυτούς που την εξωθούσαν στην πορνεία, για τη στιγμή που θα έπρεπε να εκφράσει με λόγια όσα είχε ζήσει. Φοβόταν ότι μπορεί και να μην την πιστέψουν, φοβόταν τα πάντα. Έφθασε η μέρα και πήγε στο δικαστήριο.
«Ήταν σαν να ξαναγύριζα στην κόλαση. Για το έγκλημα σε βάρος μου και σε βάρος εκατοντάδων άλλων γυναικών, ήθελα οι ένοχοι να πληρώσουν. Η έκβαση όμως, όπως μου είπαν, κρεμόταν από μια κλωστή. Με έβαλαν να καθίσω με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχω απέναντί μου τον πρώην εργοδότη μου και τους φίλους του. Ήμουν μάρτυρας κατηγορίας της κυβέρνησης, αλλά όταν άρχισαν οι συνήγοροι των κατηγορουμένων να προσπαθούν να με παγιδεύσουν με διάφορα τεχνάσματα, με έκαναν να νιώθω ότι κατηγορούμενη ήμουν εγώ. Προσπάθησαν να με πείσουν ότι έγινα πόρνη με τη θέλησή μου και ότι όλα όσα έλεγα ήταν ένα ψέμα επειδή διαφώνησα στα χρήματα με τον εργοδότη μου. Στο τέλος κέρδισαν εκείνοι και έχασα εγώ. Και τότε αισθάνθηκα ότι πράγματι η κατηγορούμενη ήμουν εγώ».
***
– Με πιστεύεις; Εσύ με πιστεύεις; ρωτά επίμονα η Ιρίνα.
– Ναι, σε πιστεύω. Μου τα έχεις ξαναπεί.
– Τότε γιατί ο δικαστής δεν με πίστεψε; Γιατί το έκανε αυτό; Θέλω να τον ρωτήσω αν καταλαβαίνει πόσο τρομακτικά σκληρό είναι για κάποιον που τον βίασαν, που τον εκπόρνευσαν και τον ταπείνωσαν, να του λένε ότι είναι ψεύτης. Γιατί το έκανε αυτό ο δικαστής;
Πήγε βιαστικά προς την πόρτα για να φύγει, αλλά ξαναγύρισε.
– Θέλω να στείλεις ένα γράμμα στους δικαστές που αθώωσαν τους αχρείους και δεν πίστεψαν εμένα.
– Κάθισε. Κοιμήσου εδώ απόψε και αύριο μου υπαγορεύεις τι θέλεις να γράψω.
– Όχι. Έχω δουλειά. Εσύ ξέρεις τι θα του γράψεις.
Έφυγε. Διερωτήθηκα τι δουλειά είχε τα μεσάνυχτα. Στις 4 το πρωί γνώριζα…
Την επομένη η κ. Χριστοφίδου έγραφε σε ανοικτή επιστολή στον Τύπο:
«Κύριοι δικαστές,
Σας γράφω αυτό το γράμμα γιατί το υποσχέθηκα σε κάποιο θύμα σωματεμπορίας που δεν ζει πια. Έβαλε τέρμα στη ζωή της μετά την αθωωτική σας απόφαση. Με ποιου το δικαίωμα το κάνατε αυτό; Φοβηθήκατε μήπως; Ή μπορεί κάποιος να πιστεύει, μετά από αυτό, ότι η δικαιοσύνη είναι αδέκαστη; Παντού ισχύει το δίκαιο του ισχυροτέρου, παντού ισχύει αυτό που έλεγε ο Martin Luther King, ότι υπάρχει μια δικαιοσύνη για τους μαύρους και μια για τους άσπρους; Είμαι σίγουρη ότι δεν συνειδητοποιήσατε και ίσως να μην ξέρετε τις επιπτώσεις της αθωωτικής σας απόφασης. Είμαι σίγουρη ότι δεν θα θέλατε να παραδεχθείτε ότι η εκπόρνευση γυναικών είναι μαρτύριο για τα θύματα και έγκλημα που διαπράττουν οι σωματέμποροι και οι συνένοχοί τους, δηλαδή οι πελάτες. Είμαι σίγουρη ότι συγχύζετε την πορνεία με τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Νομίζετε όμως ότι επιτρέπεται μια τέτοια άγνοια για έναν δικαστή; Ελπίζω να μην είστε δεισιδαίμων και να μην σας φοβίζει ένα μισοκαμένο φάντασμα»…
Σκλαβοπάζαρο για 270.000 γυναίκες, η μεγάλη ντροπή της ΕΕ
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΗΕ, θύματα από 127 χώρες καθίστανται αντικείμενο εκμετάλλευσης σε 137 χώρες. Υπολογίζεται ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκδίδονται 270.000 θύματα των δικτύων διακίνησης ανθρώπων. Τα περισσότερα προέρχονται από τη Μολδαβία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία, τις Φιλιππίνες, την Κίνα, το Βιετνάμ, την Αλβανία. Τα 2/3 των γυναικών που διακινούνται παγκοσμίως για σκοπούς εκπόρνευσης κατάγονται από την ανατολική Ευρώπη.
Η Μολδαβία είναι από τις πλέον ενδεικτικές περιπτώσεις. Δύο στις τρεις γυναίκες είναι άνεργες και 200.000 – 400.000 πωλήθηκαν σε οίκους ανοχής του εξωτερικού, δηλαδή το 10% του γυναικείου πληθυσμού της χώρας. Το πρόβλημα της διακίνησης και εκμετάλλευσης ανθρώπων εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1990 στη Λευκορωσία. Όμως η «αγορά« αυτή που δεν έχει συμπληρώσει καλά καλά δύο δεκαετίες ζωής, έχει καθιερωθεί ως η τρίτη προσοδοφόρα «επιχείρηση» μετά το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων. Η Ιντερπόλ υπολογίζει τον ετήσιο τζίρο για τους διακινητές στα 7 δισεκατομμύρια δολάρια και αυτό με στοιχεία του 2016.
reporter.com.cy