Η ιστορία του άκρως ενδιαφέρουσα… Κωνσταντίνος Εμανουήλ, Κύπριος από γονείς μετανάστες, γεννημένοι τη δεκαετία του 20’, έζησε και μεγάλωσε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Η ζωή του εμπεριέχει αρκετές στιγμές που θυμίζουν κάτι απ’ την ταινία «Γάμος αλά ελληνικά» καθώς το κυπριακό στοιχείο ήταν καλά ριζωμένο στους αγαπημένους του γονείς δημιουργώντας τραγελαφικές σκηνές. Σπούδασε Graphic Designer -αδιανόητο για τον πατέρα του- πλέον είναι καθηγητής Πανεπιστήμιου και… για σαράντα μερόνυχτα έμεινε ξύπνιος για να γράψει ένα βιβλίο με ιστορίες ανθρώπων που σε ταξιδεύουν στην Κύπρο άλλων εποχών.
Της Γεωργίας Μιχαήλ
Και τώρα ας πάρουμε τα πράγματα κάπως αλλιώτικα…
Τα παιδιά είναι το μέλλον σου και οι ηλικιωμένοι το παρελθόν σου. Αδιαμφισβήτητα η κοινωνία που επιθυμεί ένα υποσχόμενο αύριο εκμεταλλεύεται τις δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων. Άλλωστε η κουβέντα και μόνο, με έναν ηλικιωμένο σε οδηγήσει σε μονοπάτια του παρελθόντος που δε φαντάζεσαι ότι μπορεί να τα περπάτησε άνθρωπος. Σε περίπου πέντε με δέκα χρόνια οι άνθρωποι που έζησαν τις δεκαετίες του 1920 – 1940 θα έχουν «φύγει». Αυτοί δηλαδή που βίωσαν τον αυθεντικό τρόπο ζωής, δημιούργησαν την πολιτιστική μας ταυτότητα και ήταν ευγνώμονες για τα λίγα που είχαν.
Ο θάνατος του πατέρα του ήταν και αυτός που πυροδότησε την επιθυμία του να καταγράψει όσο περισσότερα στοιχεία για τη ζωή των ανθρώπων στην Κύπρο πριν από το 1950.
«Μετά τον θάνατο του πατέρα μου, ήταν σα να με χτύπησε μία αστραπή από τον ουρανό και σκέφτηκα ότι η γενιά του πατέρα μου χάνεται. Αν δε βρεθεί κάποιος να μιλήσει με αυτούς τους ανθρώπους, οι εμπειρίες τους, οι ιστορίες τους θα χαθούν και δε θα μάθει ο κόσμος πώς πραγματικά ζούσαν με τους Άγγλους, τους Τουρκοκύπριους, πώς ήταν γενικά η ζωή τους. Έκαναν πράγματα από την προϊστορία. Όπως για παράδειγμα το ζευκάρι, το αλώνι. Σκέφτηκα πως όταν φύγει αυτή η γενιά δε θα υπάρξουν ξανά τέτοιοι άνθρωποι. Θέλω να γνωρίσω όσο πιο πολλούς μπορώ. Όταν βρίσκω ηλικιωμένους άνω των ογδόντα νιώθω την ανάγκη να μάθω την ιστορία τους. Θέλω να μαθαίνω για ιστορίες πριν από τη δεκαετία του 50’ ώστε να μην αναμειχθούμε με τα πολιτικά».
Κωνσταντίνος Εμμανουήλ
Η εκδρομή μίας 9χρονης που δε ξαναείδε τους βιολογικούς της γονείς
Στα εννέα της χρόνια θα πήγαινε για πρώτη φορά εκδρομή με το λεωφορείο. Η χαρά της μικρής Νίνας από την Πάφο απερίγραπτη. Έφτιαξε τη βαλίτσα της και αφού αποχαιρέτησε τη μητέρα και τα αδέρφια της, μπήκε στο λεωφορείο μαζί με τον πατέρα της. Όταν πλέον νύχτωσε έφθασαν στα Πάνω Λεύκαρα, στο σπίτι ενός ζευγαριού. Εκεί θυμάται ότι της έδωσαν να φάει πορτοκάλι. Της έκανε εντύπωση γιατί ήταν η πρώτη φορά που θα δοκίμαζε το συγκεκριμένο φρούτο. Η ώρα πέρασε και την έβαλαν για ύπνο. Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, έψαξε για τον πατέρα της. Αυτός πουθενά. Τότε της ανακοίνωσαν ότι εκείνο το ζευγάρι, που μέχρι την προηγούμενη μέρα της ήταν άγνωστο, θα γίνονταν ο πατέρας και η μητέρα της. Όσο για τη βιολογική της οικογένεια, δεν τη ξανά είδε ποτέ. Ακόμα κι όταν είχε προσπαθήσει να τους βρει δεν τα κατάφερε. Στάθηκε όμως τυχερή καθώς το ζευγάρι που την υιοθέτησε ήταν εξαιρετικοί άνθρωποι.
Μία ιστορία που μπορεί σήμερα να φαντάζει βγαλμένη μέσα από ταινία, είναι η ζωή μίας εκ των ηλικιωμένων γυναικών που άνοιξε την καρδιά της στον κύριο Εμμανουήλ και καταγράφεται στο βιβλίο του ‘Tales of Cyprus’. «Συναντηθήκαμε στην Κύπρο. Πραγματικά είχα συγκλονιστεί. Όταν μου περιέγραφε τα όσα βίωσε έκλαιγε σα μικρό παιδί. Μπροστά μου, εκείνη τη στιγμή, είχε γίνει και πάλι εννέα χρονών. Κάθε φορά που διηγούμαι την ιστορία της πραγματικά συγκινούμαι», τα λόγια του αμέσως «έσπασαν» επιβεβαιώνοντας τα όσα είχε αναφέρει.
Νίνα – Μιχαλάκης Χρήστου
Αυτός Αυστραλία, αυτή Κύπρο, την είδε σε φωτογραφία και… έπρεπε να τον παντρευτεί!
Δεν είναι όμως η μοναδική αφήγηση που προκαλεί ενδιαφέρον κυρίως σε εμάς που μεγαλώνουμε τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Πως θα σου φαινόταν αν σήμερα όχι απλά παντρευόσουν από προξενιό αλλά να σε έστελναν σε άλλη χώρα για να παντρευτείς έναν άντρα που σε επέλεξε βλέποντας σε απλά σε φωτογραφία; Χωρίς να ξέρεις ποιος είναι ή να είχες ποτέ επαφή μαζί του.
Προφανώς και… δε θα έπαιρνες τέτοιο ρίσκο. Ωστόσο κάπως έτσι ξεκίνησε η κοινή ζωή των γονέων του κύριου Εμμανουήλ, την οποία συμπεριλαμβάνει και στο βιβλίο του.
«Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1921 στο χωριό Τσάδα στην Πάφο. Σε ηλικία μόλις 15 χρονών έφυγε μακριά από τους γονείς του και πήγε να δουλέψει γιατί η οικογένεια του ήταν πολύ φτωχή και δε μπορούσε να τους βλέπει να βασανίζονται. Έκανε διάφορες δουλειές από λατζιέρης μέχρι σερβιτόρος στη Λευκωσία. Κάποια στιγμή, μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, είδε στην εφημερίδα ότι στην Αυστραλία ζητούσαν εργατικό δυναμικό από άλλες χώρες. Γνωρίζοντας ότι στην Κύπρο τα πράγματα ήταν δύσκολα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι είχε ακούσει ότι περνούσαν καλά όσοι είχαν μεταναστεύσει εκεί, πήρε την απόφαση να πάει στην Αυστραλία».
Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του ωστόσο και πάλι ο πατέρας του κύριου Εμμανουήλ κατάφερε να παντρευτεί Κύπρια. Πως έγινε αυτό; Σε ηλικία περίπου 29 χρόνων, αρκετά μεγάλος για την εποχή του για να είναι ανύπαντρος, καθόταν σε καφενείο στη Μελβούρνη με τον φίλο του Τάκη. Σε κάποια στιγμή ο φίλος του, του έδειξε σε φωτογραφία τη μέλλουσα γυναίκα του που θα ερχόταν από την Κύπρο. Δίπλα από τη γυναίκα του στεκόταν η αδερφή της που ήταν ελεύθερη.
«Αυτό ήταν. Το είπε στους γονείς του κι έστειλαν προξενιά. Πήγαν στο χωριό Μούσερε της επαρχίας Πάφου, που ζούσε η μητέρα μου με τους γονείς της. Τους γνώρισαν, έκαναν το προικοσύμφωνο και μετά χωρίς καν να εκφέρει γνώμη η μητέρα μου την έστειλαν Αυστραλία για να παντρευτεί. Έφυγε μόνη της χωρίς να γνωρίζει αγγλικά. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από την Κύπρο. Σκεφτείτε μία 27χρονη γυναίκα ντροπαλή και φοβισμένη».
Παναγιώτα Νεοφύτου, μητέρα του Κωνσταντίνου Εμμανουήλ
Η πρώτη συνάντηση τους ωστόσο δεν άφησε κανέναν από τους δύο ευχαριστημένους. «Όταν έφθασε στο λιμάνι της Μελβούρνης είδε να την περιμένει ένας παστόρεγγας (χαρακτηρισμός για έναν πάρα πολύ λεπτό άντρα) και σκέφτηκε ότι δεν έμοιαζε καθόλου με τον άντρα στη φωτογραφία. Το ίδιο έπαθε όμως και ο πατέρας μου. Είδε μία κοντή γυναίκα και διερωτήθηκε «μα εν τούτη η Παναγιώτα;». Ωστόσο παντρεύτηκαν, έκαναν τέσσερα παιδιά και είχαν μία ωραία ζωή».
Πολλές φορές, όπως εκμυστηρεύτηκε ο κύριος Εμμανουήλ, είχε ρωτήσει τη μητέρα του πώς μπόρεσε να κάνει τέτοιο, χαρακτηρίζοντας το από επικίνδυνο μέχρι τρελό. Η απάντηση που έπαιρνε κάθε φορά δε χωρούσε καμία ανταπάντηση «Μα έτσι ήταν γιε μου. Έτσι ήταν ο κόσμος τότε».
Η κιθάρα που τον «έκανε ναρκομανή», το θυμίαμα και το κλάμα της μάνας για τη ξένη νύφη
Η μητέρα του ήταν μία γυναίκα βαθιά θρησκευόμενη. Αυτό έκανε τη ζωή ενός έφηβου στην Αυστραλία κάπως δύσκολη. Ο νεαρός τότε Κωνσταντίνος ζούσε μία διπλή ζωή. Αυτή του Αυστραλού και αυτή του Κύπριου με πολύ αυστηρούς γονείς.
«Αν και μπορώ να πω ότι ήμουνα τυχερός γιατί είχα τρεις μεγαλύτερες αδερφές και πέρασαν αυτές τις δύσκολες απαγορεύσεις. Μέχρι να φθάσουν σε εμένα βαρέθηκαν λίγο». Παρόλα αυτά έζησε αρκετές τραγελαφικές στιγμές που θα μπορούσε να ήταν σκηνές σε κωμική ταινία.
«Κάποια στιγμή είχα αγοράσει κιθάρα και κλεινόμουν για ώρες στο δωμάτιο μου και έπαιζα. Έχω να σας πω ότι γι’ αυτό τον λόγο η μητέρα μου καθόταν στην κουζίνα και έκλαιγε σα μικρό μωρό. Είχε βγάλει το συμπέρασμα ότι επειδή παίζω κιθάρα, κάνω και ναρκωτικά. Μη με ρωτήσετε γιατί; Έτσι το μετάφρασε. Θυμάμαι επίσης όταν στα 21α μου γενέθλια έκανα πάρτι στο σπίτι της αδερφής μου, είχαν έρθει και οι γονείς μου. Οι φίλοι μου που ήταν καλεσμένοι ήταν από διάφορες χώρες. Γύρω στα μεσάνυχτα πήγα στην κουζίνα και είδα τη μητέρα μου να ετοιμάζει το καπνιστήρι (θυμιατό). Τότε τι ρώτησα τι ετοιμαζόταν να κάνει για να πάρω την απάντηση που δεν ήθελα. ‘’Θα πάω να θυμιατίσω τους καλεσμένους’’. Εκνευρίστηκα και προσπάθησα να της εξηγήσω ότι δε γνωρίζουν τις παραδόσεις μας και θα νομίζουν ότι είναι μάγισσα. Εκείνη επέμενε και έλεγε ότι θα ήταν ευλογία του Θεού. Ευτυχώς παρενέβη ο πατέρας μου και τη σταμάτησε».
Πλέον όλα αυτά φαντάζουν χιουμοριστικά στον κύριο Εμμανουήλ αν και τότε ένιωθε ότι οι γονείς του τον ρεζίλευαν στον περίγυρο του. Περιέγραψε πολλές άλλες παρόμοιες καταστάσεις που έζησε ως Κύπριος στην Αυστραλία. Αποκορύφωμα, όταν αποφάσισε να γνωρίσει στους γονείς του την πρώτη του γυναίκα, η οποία ήταν από την Ιρλανδία.
«Ήταν από τους γονείς που ήθελαν να παντρευτώ Κύπρια. Ούτε καν Ελληνίδα. Ο πατέρας μου μάλιστα ήθελε να με παντρέψει με μία Κύπρια από τη γειτονιά μας και μου έλεγε ότι θα μάθω να την αγαπώ. Όταν με έβλεπε να μιλάω με μία Αυστραλή γειτόνισσα μας, ονόματι Carol, μου φώναζε στα ελληνικά για να πάω σπίτι. Αντιλαμβάνεστε τι έγινε όταν στα 28 μου αποφάσισα να τους γνωρίσω την Ιρλανδή σύντροφό μου. Ήξερα ότι θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Την κάλεσα για φαγητό στο πατρικό μου. Κάποια στιγμή καθώς τρώγαμε είδα τα χείλη της μαμάς μου να τρεμοπαίζουν και άρχισα, από μέσα μου, να παρακαλώ να μην κλάψει. Τελικά δεν το γλίτωσα. Έκλαιγε με αναφιλητά. Προσπάθησα να εξηγήσω στην τότε σύντροφο μου, λέγοντας της ψέματα ότι δήθεν θυμήθηκε πως την προηγούμενη ημέρα μου είχε χαλάσει ένα παντελόνι. Η κοπέλα τότε την πήρε αγκαλιά και της έλεγε «μην ανησυχείς, όλα είναι καλά». Που να ήξερε…».
Αν και στο τέλος οι δύο τους παντρεύτηκαν και έκαναν δύο παιδιά, ο γάμος τους δεν κράτησε. Η μοίρα του κυρίου Εμμανουήλ τελικά του επιφύλασσε να περάσει τη ζωή του με μία Κύπρια. Σε μία έξοδο του στο σινεμά και αφού δεν υπήρχε θέση να καθίσει κοντά στους φίλους του συνάντησε τυχαία τη δεύτερη γυναίκα του τη Χριστίνα. Από τότε είναι η πιστή συνοδοιπόρος του και μητέρα των άλλων δύο παιδιών του.
Όσον αφορά τη σχέση του με τους γονείς του, ο κύριος Εμμανουήλ παραδέχθηκε πως όταν πλέον απέκτησε οικογένεια κατάφερε να συμμεριστεί όσα του έλεγαν οι γονείς του και τότε του φαίνονταν παράλογα. Ζήτησε συγγνώμη από τον πατέρα του για τις στιγμές που ίσως τον υποβάθμισε και απέκτησαν μία πολύ φιλική σχέση που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Τη μητέρα του την υπερλατρεύει και πλέον την επισκέπτεται όσο πιο συχνά γίνεται αν και δυστυχώς πλέον πάσχει από Αλτσχάιμερ.
Ο θάνατος του πατέρα του, η βοήθεια του facebook και… 40 μερόνυχτα ξύπνιος
Η «φυγή» του πατέρα του τον ταρακούνησε… Γι’ αυτό και όπως προαναφέρθηκε, ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να μάθει από πρωτογενείς πηγές το χθες της Κύπρου.
Αν και ο κύριος Εμμανουήλ είναι από τους ανθρώπους που πολλές φορές παραπονιούνται ότι η τεχνολογία έχει αλλοιώσει τον κόσμο λόγω του ανεξέλεγκτου τρόπου χρήσης της, παραδέχεται ότι στη δική του προσπάθεια το facebook αποδείχθηκε σύμμαχος.
«Το 2014 άρχισα να κάνω τις συνεντεύξεις. Πιο πριν ζωγράφιζα πίνακες που αφορούσαν την παραδοσιακή Κύπρο. Έκανα και σχετικές εκθέσεις στη Μελβούρνη ενώ δημιούργησα και τη σελίδα «Tales of Cyprus» στο facebook. Σε αυτή αναρτούσα τόσο τους πίνακες μου όσο και διάφορες σύντομες ιστορίες ηλικιωμένων που είχα πάρει συνέντευξη. Οι ακόλουθοι μου στη σελίδα σιγά- σιγά αυξάνονταν, μέχρι που σήμερα φθάσαμε τις 23.000. Βλέποντας τις αναρτήσεις μου άρχισαν να με παροτρύνουν να τις γράψω σε βιβλίο. Είχα τη θέληση αλλά δεν είχα τον χρόνο. Ήταν το Πανεπιστήμιο, η οικογένεια μου, η μαμά μου που είναι στο γηροκομείο. Όταν αποφάσισα τελικά να ξεκινήσω είχα βάλει όρους στον εαυτό μου. Στα δύο χρόνια θα το τελείωνα και θα αφιέρωνα χρόνο για γράψιμο μετά τα μεσάνυκτα ώστε να μη με στερήσω από την οικογένεια μου και τις υποχρεώσεις μου. Έτσι έκανα 40 νύχτες χωρίς να κοιμηθώ. Αυτό γινόταν μία φορά την εβδομάδα, όχι συνεχόμενα».
Ήξερε από την αρχή τι έπρεπε να κάνει. Μαζί με τις συνεντεύξεις μάζευε και φωτογραφίες της εποχής, που μόνο οι ίδιοι ηλικιωμένοι γνώριζαν για να του πουν ποιοι απεικονίζονται σε αυτές.
«Ευτυχώς που προνόησα γι’ αυτό, γιατί τα παιδιά τους μου είπαν ‘’μας έκανε μία μεγάλη χάρη που ρώτησες τους γονείς μας για τις φωτογραφίες γιατί εμείς δε ξέρουμε ποιοι είναι και τι ιστορίες κρύβονται από πίσω από αυτές’’. Είχα κάνει σχετική ανάρτηση στο facebook και ζητούσα βοήθεια για να εντοπίσω ηλικιωμένους αυτών των χρονολογιών και πώς μπορούσα να έρθω σε επαφή μαζί τους. Αν ήταν δυνατό πήγαινα στο σπίτι τους για τη συνέντευξη. Αν όχι, την κάναμε είτε τηλεφωνικώς είτε μέσω κάμερας στον υπολογιστή ή έτυχε να έχω άτομα εμπιστοσύνης που να βρίσκονταν κοντά στους ηλικιωμένους και με βοήθησαν».
Αντιμετώπισε ωστόσο και πάρα πολλές δυσκολίες καθώς, όπως είπε με μεγάλη του λύπη, υπήρξαν περιπτώσεις που ενώ έκανε χιλιόμετρα για να πάρει μία συνέντευξη μετά τον έπαιρναν τηλέφωνο να τον ενημερώσουν ότι δεν ήθελαν τελικά να δημοσιευτεί. Υπήρξαν ακόμη και περιπτώσεις, πρόσθεσε, που τα παιδιά των ηλικιωμένων αμελούσαν και δυστυχώς είτε οι άνθρωποι αυτοί πέθαναν και οι ιστορίες τους έφυγαν μαζί τους είτε δεν είναι πλέον σε θέση να γίνει η συνέντευξη.
Εντούτοις για τα επόμενα πέντε χρόνια θα συνεχίσει να παίρνει συνεντεύξεις από ηλικιωμένους αυτών των δεκαετιών για να μπορέσει να καταγράψει επιπλέον στοιχεία για τις δεκαετίες αυτές στην Κύπρο. Πρόσφατα βρέθηκε μάλιστα και στο νησί μας για την παρουσίαση του βιβλίου του «Tales of Cyprus» στο οποίο περιλαμβάνονται 42 συνεντεύξεις/ αφηγήσεις.
Επόμενος σταθμός του, μαρτυρίες από τον… «κυπριακό Τιτανικό»
Η… ερευνητική δράση του δε θα σταματήσει όμως εδώ. Ήδη με σχετική ανάρτηση του ψάχνει να εντοπίσει μαρτυρίες για το «κυπριακό Τιτανικό», όπως χαρακτηριστικά ονόμασε το πλοίο Corsica που αναχώρησε από τη Λεμεσό το Δεκέμβριο του 1951 και έκανε δύο μήνες να φτάσει στη Μελβούρνη.
«Ήταν ένα παλιό πλοίο από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, που στους επιβάτες είχε πλασαριστεί ως ένα πλοίο με πισίνα, θέατρο και καλό φαγητό. Από τις δύο προπέλες η μία δούλευε, από τους 12 λέβητες που έβαζαν τα κάρβουνα μόνο οι 6 δούλευαν. Το πλοίο ενώ βρισκόταν μεσοπέλαγα είχε πάρει κλίση προς τη θάλασσα. Πέρασαν πάρα πολύ δύσκολα. Έμειναν χωρίς νερό ενώ είχαν λιώσει και οι πατάτες που είχε προμηθευτεί το πλοίο κάνοντας δύσοσμη την ατμόσφαιρα. Ήταν θαύμα Θεού που έφθασε τελικά στη Μελβούρνη. Επέβαιναν περίπου 800 Κύπριοι μετανάστες».
Θα επιχειρήσει να συλλέξει όσο πιο πολλές μαρτυρίες μπορεί για το ταξίδι «κόλαση» και μετά θα συνεχίσει ζωγραφίζοντας παραδοσιακές κυπριακές ζωγραφιές που πιθανότατα να γίνουν ημερολόγιο.
Και… η εξερεύνηση στην παράδοση και την ιστορία δε φαίνεται να τελειώνει εδώ.
Η πρώτη επαφή μου με τον κύριο Κωνσταντίνο Εμμανούηλ έγινε μέσω facebook. Ένα ‘καθημερινό’ τηλεφώνημα σε αγαπητό μου πρόσωπο έφερε και την πρώτη μας τετ α τετ συνάντηση. Μία μέρα πριν αναχωρήσει από την Κύπρο για Αυστραλία. Θα έφευγε και πάλι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα που δεν έζησε αλλά καταφέρνει με τον πιο αυθεντικό τρόπο να τη γνωρίσει και να διαδώσει πτυχές της ιστορίας της που ακόμη και οι άνθρωποι που μεγαλώνουν σε αυτή δε γνωρίζουν.
cyprustimes.com
Διαβάστε επίσης