Στις 29 Αυγούστου 1972 ένας άγνωστος τηλεφώνησε στην Αστυνομία και ενημέρωσε τις αρχές για τη διάπραξη ενός εγκλήματος.
Το μόνο στοιχείο που έδωσε ήταν η τοποθεσία, στην περιοχή «Χατζημπαϊράμ» στον δρόμο Μύρτου-Μόρφου. Οι αστυνόμοι έσπευσαν στο σημείο όπου εντόπισαν την 22χρονη Π.Π δολοφονημένη μέσα στο αυτοκίνητο του συζύγου της.
Ήταν οκτώ μηνών έγκυος και είχε κτυπηθεί άγρια στο κεφάλι με συνέπεια να υποστεί κρανιοεγκεφαλικές κακκώσεις που προκάλεσαν εσωτερική αιμορραγία.
Λίγα μέτρα πιο κάτω οι αρχές εντόπισαν τον σύζυγό της, Π.Β. δεμένο στον κορμό ενός δέντρου και άγρια κακοποιημένο.
Τον μετέφεραν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου το δωμάτιό του φρουρούσαν πάνοπλοι αστυνόμοι. Οι αρχές εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό προσπαθώντας να εντοπίσουν όχι μόνο τους δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος, αλλά και τον πληροφοριοδότη που τους ενημέρωσε.
«Μας κτύπησαν τέσσερις εθνοφρουροί»
Ο άγνωστος άντρας που είχε καλέσει την αστυνομία, δήλωσε πως ενώ οδηγούσε στον δρόμο Μύρτου-Μόρφου, είδε τέσσερις άνδρες ντυμένους με στρατιωτικά ρούχα και όπλα να χτυπούν άγρια τον δεμένο σύζυγο της Π.Π.
Τότε πήρε τηλέφωνο την αστυνομία, χωρίς όμως να αποκαλύψει την ταυτότητά του.
Ταυτόχρονα, οι πληροφορίες που έδωσε ο «άγνωστος τηλεφωνητής» ταίριαζαν με αυτές που έδωσε στην κατάθεσή του ο σύζυγος της Π.Π, μόλις συνήλθε.
Το ζευγάρι, ισχυρίστηκε ο Π.Β, είχε πάει στη Μονή του Κύκκου για μία βάπτιση.
Όπως συνηθίζεται μετά το μυστήριο, παρέμειναν στο τραπέζι και διασκέδαζαν έως τα μεσάνυχτα. Τότε αποφάσισαν να επιστρέψουν σπίτι τους.
«Ένα μίλι έξω από το Διόριος, στη δασώδη περιοχή “Μαχάνια”, τέσσερις ένοπλοι άγνωστοι άντρες μας σταμάτησαν και μου ζήτησαν να τους μεταφέρω στο Τρόοδος, διότι υπέστη βλάβη το αυτοκίνητό τους. Αρνήθηκα με τη δικαιολογία πως η σύζυγός μου ήταν έγκυος και έπρεπε να πάμε σπίτι όπου μας περίμενε ο δίχρονος γιος μας», ανέφερε στην κατάθεσή του ο Π.Β.
Τότε οι τέσσερις εθνοφρουροί, ισχυρίστηκε, τον υποχρέωσαν να κατέβει από το αμάξι και τον έδεσαν σε ένα δέντρο όπου τον χτύπησαν βάναυσα.
Δεν είχε δει όμως την επίθεση εναντίον της γυναίκας του.
«Τι να με πάρεις, να με σκοτώσεις;»
Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων διαλευκάνθηκε πως ο «άγνωστος πληροφοριοδότης», ο οποίος υποκρινόμενος τον καλό πολίτη ενημέρωσε την αστυνομία για τη δολοφονία, ήταν ο δεύτερος δολοφόνος της νεαρής κοπέλας.
Ο Η.Τ. 52 ετών από το Αγριδάκι, είχε συμφωνήσει να βοηθήσει τον Π.Β στη δολοφονία της συζύγου του, μετά από απειλές και εκβιασμούς του πρώτου. Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως δεν ήθελε να τη σκοτώσει, όπως οι πιέσεις του Π.Β τον έπεισαν.
Την επομένη του εγκλήματος, δύο νεαροί άνδρες έσπευσαν στο αστυνομικό τμήμα. Υπέδειξαν τον Η.Τ. ως πιθανό ένοχο και δολοφόνο της Παραδείσας.
Οι δύο άντρες αναφέρθηκαν σε ένα περιστατικό που είχε γίνει μία εβδομάδα πριν από τη δολοφονία έξω από το κέντρο Ανεμώνες.
«Ήμασταν τρία άτομα στο αυτοκίνητο όταν είδαμε την Π.Π να τρέχει μέσα στα χωράφια έντρομη, αναμελιασμένη και με τα ρούχα σκονισμένα και ξυπόλυτη κάνοντας νοήματα». Χτυπημένη και ματωμένη τους παρακάλεσε να τη βοηθήσουν.
Τους είχε εκμυστηρευθεί πως ο Η.Τ. την κράταγε έξω από το κέντρο και την χτυπούσε άγρια στον λαιμό, ενώ «περίμεναν τον σύζυγό της» από τη Λεμεσό.
Η ίδια ήταν σίγουρη πως ο Π.Β είχε συνεννοηθεί με τον Η.Τ. να τη σκοτώσει.
Αυτός ακολουθούσε το αυτοκίνητο των τριών αντρών που είχαν πάρει μαζί τους την Π.Π κι όταν σταμάτησε δίπλα τους, διέταξε να την πάει ο ίδιος στο χωριό.
Η κοπέλα όρμησε και φώναξε: «Τι να με πάρεις εσύ; Να με σκοτώσεις;».
Για μία εβδομάδα ο Η.Τ. δεν εμφανίστηκε ξανά, έως τη μέρα της δολοφονίας.
«Εν να της δώσω πας την κκελέ»
Οι ανακρίσεις και οι έρευνες της αστυνομίας συνεχίζονταν για δύο μήνες όταν ξεκίνησε η εκδίκαση της υπόθεσης και οι καταθέσεις των μαρτύρων.
Τότε σιγά σιγά αντιλήφθηκαν πως η δολοφονία ήταν στημένη, ενώ ο σύζυγος της κοπέλας, που στην αρχή εμφανιζόταν ως θύμα, ήταν ένας από τους δύο δολοφόνους της κοπέλας.
Ο πρώην εργοδότης του Π.Β, Μ.Π. κατέθεσε πως ο 27χρονος είχε δηλώσει ότι δεν αντέχει να ζει άλλο με την Π.Π.
«Εν να με νευριάσει καμιά μέρα τζιαι εν να της δώσω πας την κκελέ», ήταν μία από τις συνηθισμένες εκφράσεις του για την 22χρονη σύζυγό του, ενώ κάποια άλλη στιγμή εκμυστηρεύθηκε πως θα την χώριζε διότι η οικογένειά της δεν του έδωσε τις 300 λίρες προίκα που του είχαν «υποσχεθεί».
Μάλιστα, ο εργοδότης του είχε αντιληφθεί πως η δική του αρραβωνιαστικιά και ο Π.Β κρυφοκουβέντιαζαν και κοκκίνιζαν κάθε φορά που αντάλλαζαν βλέμματα. Αυτό τον έβαλε σε υποψίες.
Ο Π.Β. είχε δηλώσει σε πολλούς γνωστούς του ότι δεν άντεχε να ζει άλλο με την γυναίκα του.
Το σχέδιό του ήταν να «της φάει όσα περισσότερα χρήματα μπορούσε» για να ζήσει με την ερωμένη του και μνηστή του πρώην εργοδότη του.
Γι΄αυτό και κατέστρωσε το σχέδιο της δολοφονίας της.
«Το πουλί κελάηδησε»
Ο Η.Τ. παραδέχτηκε τα πάντα στο Δικαστήριο.
Ανέφερε πως ο Π.Β όντως τον πλησίασε για να του ζητήσει να δολοφονήσει την Π.Π και το σχέδιό του να ζήσει με την ερωμένη του.
Οι δυο τους καταδικάστηκαν για φόνο εκ προμελέτης σε θανατική ποινή, έλαβαν όμως χάρη από τον Πρόεδρο Μακάριο και η ποινή μετετράπη σε ισόβια.
Στον τοίχο του κελιού του ο Η.Τ. είχε γράψει: «Μην βοηθήσεις τους φίλους σου γιατί θα σε προδώσουν».
Διαβάστε επίσης