Το τηλεφώνημα και η εξαφάνιση
Το απόγευμα της 9ης Φεβρουαρίου 1994 έπειτα από ένα τηλεφώνημα που δέχθηκε, μια 18χρονη κοπέλα, έφυγε από το σπίτι της με το μηχανάκι της. Οι γονείς της ανέφεραν ότι εκείνο το απόγευμα είχε βγει χαρούμενη, όπως πάντα. Πρόσχαρη, γεμάτη όνειρα, ενώ δούλευε για να μαζέψει χρήματα για τις σπουδές της.
Το βράδυ δεν επέστρεψε στο σπίτι της στη Λεμεσό και την επόμενη μέρα οι γονείς της την έψαξαν χωρίς αποτέλεσμα και πανικόβλητοι δήλωσαν την εξαφάνισή της στην Αστυνομία.
Η ανατριχιαστική ανακάλυψη από έναν κυνηγό και το φρικιαστικό έγκλημα
Μετά από τέσσερις μέρες άκαρπων ερευνών, οι αρχές δέχθηκαν ένα τηλεφώνημα από έναν κυνηγό οποίος ανέφερε ότι εντόπισε ένα πτώμα νεαρής γυναίκας σε μία απομακρυσμένη αγροτική περιοχή της επαρχίας Λεμεσού.
Όταν οι αστυνομικοί πήγαν στο σημείο βρήκαν την 18χρονη ημίγυμνη, στραγγαλισμένη με τη ζώνη του παντελονιού της και βαριά χτυπημένη σε όλο της το σώμα. Η συνέχεια της εξέτασης του άψυχου σώματος της νεαρής κοπέλας ήταν σοκαριστική.
Οι δολοφόνοι την κακοποίησαν σεξουαλικά όσο ήταν ακόμα ζωντανή. Πριν την στραγγαλίσουν, της έβαλαν ένα κομμάτι ξύλου στα γεννητικά της όργανα προκαλώντας της εσωτερική αιμορραγία και κακώσεις. Αφού την έπνιξαν με τη ζώνη, πέρασαν αρκετές φορές πάνω από το άψυχο σώμα της με το αυτοκίνητό τους.
Το καρτέρι στην Σ.Ι
Σύμφωνα με την τότε έκθεση της κυπριακής Αστυνομίας, οι δολοφόνοι της είχαν στήσει καρτέρι, όταν κάποια στιγμή το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν βρέθηκε πίσω από τη μοτοσυκλέτα της άτυχης κοπέλας.
Οι αρχές, συμπέραναν ότι οι δράστες χτύπησαν τη μηχανή με αποτέλεσμα η κοπέλα να βρεθεί στην άσφαλτο. Ο ιατροδικαστής που ανέλαβε τη νεκροτομή είχε δηλώσει ότι η σορός έφερε κατάγματα τα οποία προήλθαν από τροχαίο ατύχημα.
Η σύλληψη και το ανεξιχνίαστο έγκλημα
Ως ύποπτος για τη δολοφονία της 18χρονης είχε συλληφθεί ένας άντρας μαζί με την αδερφή του. Σύντομα οι δύο νέοι αφέθηκαν ελεύθεροι καθώς δεν προέκυψαν σε βάρος τους ενοχοποιητικά στοιχεία. Ο συλληφθείς είχε σχέση με την κοπέλα στο παρελθόν.
Μάρτυρας της υπόθεσης ανέφερε ότι ο ύποπτος συνέχισε να έχει επαφές με την άτυχη κοπέλα και μετά τον χωρισμό τους, με αποτέλεσμα κάποιοι από το οικογενειακό περιβάλλον του υπόπτου να προβαίνουν σε απειλές κατά της ζωής του θύματος. Τη μέρα που αφέθηκε ελεύθερος, ο νεαρός είχε δήλωσε: «την αγαπούσα, δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί και γιατί την σκότωσαν. Εγώ θα βοηθήσω την Αστυνομία όσο μπορώ να βρει τους ενόχους» .
Το έγκλημα που συντάραξε την Κύπρο δεν εξιχνιάστηκε ποτέ με τους ενόχους να παραμένουν άγνωστοι μέχρι σήμερα.
Για πολλά χρόνια, οι γονείς της διαμαρτύρονταν συντετριμμένοι για τη μη εξιχνίαση του εγκλήματος. Με όσο κουράγιο είχαν έβγαιναν σχεδόν καθημερινά στους δρόμους και έξω από τα δικαστήρια κρατώντας πλακάτ με τη φωτογραφία της κόρης τους. Ζητούσαν δικαίωση χωρίς αποτέλεσμα, για μία δολοφονία η οποία έμεινε χαραγμένη στη μνήμη της κοινωνίας με τον χειρότερο τρόπο.
Πηγή αρχικής εικόνας: gazzettaitaalomoldova.md