«Τα όσα βίωσε αποτελούν επώδυνα βιώματα που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή της και κλόνισαν τη ψυχική της υγεία. Προκειμένου να εξασφαλίσει ηδονή προσωρινά, ο κατηγορούμενος δεν σεβάστηκε την αθώα παιδική ψυχή της παραπονούμενης, χωρίς να τον εμποδίσει το γεγονός ότι επρόκειτο για αδελφότεκνη του, καταστρέφοντας ότι πολύτιμο διαθέτει στην ηλικία της ένα ανήλικο κορίτσι. Για την εγκληματική του συμπεριφορά, ο κατηγορούμενος δεν επέδειξε οποιαδήποτε μορφή μεταμέλειας».
Σήμερα είναι 72 ετών. Οικογενειάρχης, με εγγόνια και δισέγγονα, όπως καταγράφεται στην απόφαση του Δικαστηρίου. Στην ηλικία τους, ήταν τότε και η ανήλικη που κακοποιούσε σεξουαλικά για τρία χρόνια. Ένα κορίτσι που για δεκαετίες έκρυβε τα όσα εφιαλτικά βίωνε στα χέρια του θείου της, ο οποίος ασέλγησε σε βάρος της, καταστρέφοντας την παιδική της ψυχή.
Τριάντα πέντε χρόνια μετά, η Ράνια Ευριπίδου δικαιώθηκε και είδε τον άνθρωπο που την «υπέβαλε σε απάνθρωπη μεταχείριση προκειμένου να ικανοποιήσει την ηδονή του αδιαφορώντας για τραυματισμό της σωματικής και ψυχολογικής κατάσταση της και γενικότερα της αθώας παιδικής ψυχή της», να οδηγείται στην φυλακή, αφού το Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον 72χρονο θείο της, στον οποίο επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός έτους.
«Οι πράξεις του κατηγορούμενου δημιουργούν συναισθήματα αποτροπιασμού και βδελυγμίας», αναφέρει στην απόφαση του το Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης του, όπως του επιβάλει ποινή με αναστολή.
Φοβόταν να μιλήσει για 27 χρόνια…
Ο Γολγοθάς την Ράνιας άρχισε το 1986, όταν ήταν σε ηλικία 10 ετών. Για χρόνια φοβόταν να μιλήσει και να καταγγείλει τον θείο της για τις αποτρόπαιες πράξεις του.
Όπως αναφέρει στην απόφαση του Δικαστηρίου, την οποία εξασφάλισε ο REPORTER, ο καταδικασθείς ήταν χειριστικός. Η Ράνια «αισθανόταν φόβο, ντροπή και απελπισία που ενεχόταν στενό της συγγενικό πρόσωπο και δεν μπορούσε να διαχειριστεί τα σχόλια που θα γίνονταν από συγγενείς και γνωστούς της οικογένειας» και για αυτό δεν είχε προβεί σε καταγγελία. Πράγμα το οποίο έπραξε 27 χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 2015, σε ηλικία 40 ετών, οπότε «βρήκε το ψυχικό σθένος και ανέκτησε ψυχολογική ετοιμότητα».
Παράλληλα, είχε κλειδώσει μέσα της τα όσα εφιαλτικά βίωνε, αφού ένιωθε ενοχή καθώς «το αθώο παιδικό της μυαλό θεωρούσε ότι η ίδια έκανε κάτι κακό», ενώ βασανιζόταν, χάνοντας ουσιαστικά τα καλύτερα της χρόνια, με το να οδηγείται σε εφιάλτες καταθλίψεις, κοινωνική απομόνωση, απόπειρες αυτοκτονίας, επισκέψεις σε ψυχολόγους και φαρμακευτικές αγωγές.
«Στον ύπνο της έβλεπε εφιάλτες με σκηνές που ενέπλεκαν τον κατηγορούμενος εις βάρος της. Η παραπονούμενη εγκλείστηκε στον εαυτό της και ψυχολογικά βασανιζόταν από τα περιστατικά που δεν μπορούσε να διαγράψει από το μυαλό της. Ήτα ψυχολογικά ανήμπορη να εκμυστηρευτεί τα βιώματα της σε οποιονδήποτε.
Τα εφιαλτικά βιώματα της παραπονούμενης, της προκάλεσαν ψυχολογικά προβλήματα, ως αποτέλεσμα των οποίων προέβηκε σε δύο απόπειρες αυτοκτονίας και σε κρίσεις πανικού. Κατέφυγε σε διάφορους ψυχολόγους και ψυχιάτρους, οι οποίοι διέγνωσαν ψυχικά τραύματα μέσω συμπτωμάτων κατάθλιψης σε υψηλό επίπεδο, συναισθηματική αστάθεια, μετατραυματισμό σοκ, ύπαρξη αυτοκτονικών ιδεών, προβλήματα συμπεριφοράς, απομόνωσης στον εαυτό της…»
«Αδίστακτη συμπεριφορά»
Στην απόφαση του το Δικαστήριο αναφέρει πως οι πράξεις του κατηγορούμενου σε βάρος της ανήλικης, ήταν αποτροπιαστικές, αποκρουστικές και συνάμα εξευτελιστικές για την προσωπικότητα του θύματος.
Όπως αναφέρεται, «ο κατηγορούμενος καταχρώμενος τη θέση του στενού συγγενή της παραπονούμενης, ως θείος της, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι κατά το χρόνο που διαπράχτηκαν τα αδικήματα διέμενε στην ίδια οικία με την παραπονούμενη, καθώς επίσης την αδυναμία της να αντισταθεί λόγω του φόβου που αισθανόταν απέναντι του, ένεκα της αδίστακτης συμπεριφοράς του, της σύγχυσης που η παραπονούμενη είχε ως προς τον τρόπο με τον οποίος έπρεπε να ενεργήσει εξαιτίας του πολύ νεαρού της ηλικίας της και της απαίτησης του κατηγορούμενου να μην πει τίποτα σε κανένα, υποχρέωσε την αδελφότεκνη του να υποκύψει στις ανώμαλες ορέξεις του».
Επιπρόσθετα το Δικαστήριο υπέδειξε πως δεν παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η συμπεριφορά του κατηγορούμενου δεν περιορίστηκε σε ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά δυστυχώς είχε επαναληπτική μορφή, καλύπτοντας περίοδο τριών ετών.
Ντίνα Κλεάνθους