Για τα όσα εφιαλτικά βίωσε στα χέρια του θείου της, ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά, μίλησε η Ράνια Ευριπίδου που δικαιώθηκε 35 χρόνια μετά, αφού ο θύτης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης ενός έτους, καθώς κρίθηκε ένοχος σε επτά κατηγορίες.
«Τα όσα βίωσε αποτελούν επώδυνα βιώματα που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή της και κλόνισαν τη ψυχική της υγεία. Προκειμένου να εξασφαλίσει ηδονή προσωρινά, ο κατηγορούμενος δεν σεβάστηκε την αθώα παιδική ψυχή της παραπονούμενης, χωρίς να τον εμποδίσει το γεγονός ότι επρόκειτο για αδελφότεκνη του, καταστρέφοντας ότι πολύτιμο διαθέτει στην ηλικία της ένα ανήλικο κορίτσι. Για την εγκληματική του συμπεριφορά, ο κατηγορούμενος δεν επέδειξε οποιαδήποτε μορφή μεταμέλειας», ανέφερε στην απόφαση του το Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση του πριν από μερικές ημέρες.
Ο Γολγοθάς την Ράνιας άρχισε το 1986, όταν ήταν σε ηλικία 10 ετών. Για χρόνια φοβόταν να μιλήσει και να καταγγείλει τον θείο της για τις αποτρόπαιες πράξεις του. Πράγμα το οποίο έπραξε 27 χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 2015, σε ηλικία 40 ετών, οπότε «βρήκε το ψυχικό σθένος και ανέκτησε ψυχολογική ετοιμότητα».
Η Ράνια Ευριπίδου μιλώντας στον Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου, στην εκπομπή «24 ΩΡΕΣ», αναφέρθηκε στα δύσκολα παιδικά της χρόνια, καθώς αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας, ενώ μίλησε για την ενδοοικογενειακή βία που βίωσε, αφού όπως είπε, ο πατέρας της χτυπούσε τη μητέρα της, την οποία έβλεπε με αίματα.
Σε σχέση με τον εφιάλτη που έζησε στα χέρια του θείου της, ανέφερε πως το συγγενική της πρόσωπο-θύτης, ήταν υπεράνω υποψίας, ενώ την πρόσεχε όταν οι γονείς της έβγαιναν έξω.
«Την πρώτη φορά άνοιξε η πόρτα. Τον ήχο του χεριού που άνοιξε η πόρτα είναι ο χειρότερος εφιάλτης μου, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έχω θέμα με τις πόρτες. Μπήκε στο δωμάτιο μου, μου είπε να παίξουμε και πως είμαι η αδυναμία του. Όταν είσαι μωρό και αφού είναι συγγενής σου, νομίζεις και νόμιζα πως με αγαπά. Όταν ένα χάδι και όταν αρχίζει να πειράζει τα γεννητικά σου όργανα, προκαλεί σου φόβο και ντρέπεσαι. Όταν αυτό γίνεται με βίαιο τρόπο, σου προκαλεί και πόνο. Ήμουν 25 κιλά (σ.σ λόγω του προβλήματος υγείας της). Όταν έρχεται να ξαπλώνει πάνω σου και να ασελγεί…. Και εσύ να είσαι εγχειρισμένη και να θέλω να κλαίω και να μου κλείνει το στόμα μου. Να κλαίω με λυγμούς αλλά δεν έπρεπε να ακούγομαι γιατί στο διπλανό δωμάτιο ήταν τα αδέλφια μου. Εγώ σαν μωρό πονούσα γιατί είχα την εγχείρηση μου. Και να λέω ‘’θα ανοίξει η εγχείρηση μου’’. Και αυτός ο άνθρωπος από αυτό το πράγμα ένιωθε μια απόλαυση. Στο δικό μου το σώμα ως μωρό…»
Ερωτηθείσα τι της έλεγε μετά τις αποτρόπαιες πράξεις του, η Ράνια ανέφερε πως της έλεγε πως ήταν ένα παιχνίδι που παίζουν όλα τα παιδιά.
«Έλεγε πως ήταν ένα παιχνίδι και παίζουμε και πως το παίζουν όλα τα μωρά. Εγώ δεν μιλούσα. Προσπαθούσα μέσα από τους λυγμούς μου να καταλάβω τι παιχνίδι ήταν αυτό. Ήθελα να ρωτήσω άλλα μωρά αν παίζουν αυτό το παιχνίδι. Αλλά ποτέ δεν το έκανα γιατί ήξερα μέσα μου πως δεν ήταν παιχνίδι. Κάποιοι με ρωτήσανε γιατί δεν το είπα στους γονείς μου. Ένιωθα πως αν το πω στη μάμα μου θα τον σκοτώσει και θα πάει φυλακή. Αυτό το πράγμα συνέχιζε να γίνεται συχνά».
Η Ράνια ανέφερε πως ποτέ δεν μπορεί να ξεχάσει τον εφιάλτη που έζησε. Πολλές φορές προσπάθησε να κάνει σχέση αλλά αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα. Όπως είπε, θυμάται κάποιος να προσπαθούσε να την φιλήσει και να της έρχονται στο μυαλό της μνήμες, με αποτέλεσμα να τον σπρώχνει.
Είκοσι επτά χρόνια μετά, η Ράνια μίλησε στην οικογένεια της, ενώ η ίδια, μη μπορώντας να ξεχάσει τα όσα βίωσε, λάμβανε φαρμακευτική αγωγή.
«Πάλεψα για ένα χρόνο, σταμάτησα να πίνω χάπια και στάθηκαν στα πόδια μου. Άλλαξε η ζωή μου. Από ιατρικός επισκέπτης, καθάριζα σπίτια, δούλευα σε περίπτερο και έκανα και άλλες δουλειές. Την απόφαση για το καταγγείλω δεν πήρα αμέσως την απόφαση. Έκανα ψυχοθεραπεία. Ήθελα πάντα να καταγγείλω. Ο κάθε άνθρωπος πρέπει μόνος του να αποφασίσει εάν θέλει να το καταγγείλει. Έψαξα τα δικαιώματα μου, ήθελα να καταγγείλω. Πήγα σε άτομο από την Αστυνομία και ρώτησα πού πρέπει να το καταγγείλω. Πήγα στην συγκεκριμένη Επαρχία και το κατήγγειλα. Όταν ήταν να γίνει η πρώτη φορά στη δίκη ανησυχούσα που δεν είχα δικηγόρο. Δεν ήξερα πως θα πάει τόσο πολύ καιρό. Αν το ήξερα, ίσως να μην το έκανα. Στα τρία χρόνια έπαθα κατάθλιψη γιατί δεν μπορούσα να περιμένω να τελειώσει η δίκη μου. Περίμενα να λυτρωθώ. Εναπόθεσα τα πάντα σε αυτή τη δίκη και περίμενα. Ο πρώτος που πίστεψε σε μένα, ήμουν εγώ».
Η Ράνια αναφέρθηκε επίσης σε συγγενικά της πρόσωπα που διέκοψαν επαφές μαζί της, στέλνοντας το μήνυμα πως δεν έφταιγε η ίδια για τα όσα αποτρόπαια έπραξε το συγγενικό της πρόσωπο.
«Δεν είχα την μητέρα μου στο Δικαστήριο. Η μητέρα μου πήγε στο ογκολογικό είχε καρκίνο. Όταν είσαι μωρό νομίζεις πως φταίει γιατί δεν σε προστάτευσε αλλά δεν είναι έτσι. Ήμουν μαζί της μέχρι το τέλος. Λυπάμαι που δεν έζησε τη δικαίωση μου. Ήθελα να το βιώσει μαζί μου επειδή πολλές φορές ήταν πολύ σκληρή μαζί μου και μου ζήτησε συγνώμη. Την αγαπούσα, την φρόντιζα».
Τέλος, η Ράνια ανέφερε πως όταν άκουσε τη λέξη «ένοχος» από το Δικαστήριο, «δεν μπορούσα να αναπνεύσω», προσθέτοντας πως χάρηκε, έκλαιγε και βγήκε έξω από την αίθουσα και άρχισε να τρέχει.
«Νιώθω ότι ξανά γεννήθηκα…», είπε η Ράνια Ευριπίδου, μετά και την απόφαση του Κακουργιοδικείου και την αυλαία στην υπόθεση της.
Διαβάστε επίσης