Η άτυπη συμπτωματολογία του κορωνοϊού περιλαμβάνει απώλεια όσφρησης, γεύσης και γαστρεντερικά προβλήματα – Στο μικροσκόπιο, ο ρόλος της υγρασίας και της ζέστης – Τι εκτιμούν οι ειδικοί για το καλοκαίρι
Καθημερινή μάχη δίνουν οι γιατροί να σώσουν ζωές ανθρώπων που νοσούν από COVID-19, που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2, και οι ερευνητές να αναλύσουν όσες περισσότερες πληροφορίες έχουν να κάνουν με τη συμπτωματολογία ώστε να συνδράμουν στην έγκαιρη διάγνωση. Κατά τη χθεσινή τακτική ενημέρωση για την πανδημία ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας, καθηγητής Λοιμωξιολογίας κ. Σωτήρης Τσιόδρας, αναφέρθηκε στην παγκόσμια αναγκαιότητα για δεδομένα που αφορούν τις ελαφριές περιπτώσεις νόσησης από τον ιό και τη λεγόμενη άτυπη συμπτωματολογία.
Κι αυτό διότι έχει τεκμηριωθεί ότι το 80-85% των ανθρώπων που θα προσβληθούν από τον SARS-CoV-2 θα εκδηλώσουν ήπια νόσηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα είναι μεταδοτικοί. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), ο κάθε ασθενής-φορέας του ιού κολλάει 1,4 – 2,5 άλλα άτομα, ενώ στην εποχική γρίπη κάθε ασθενής κολλάει κατά μέσο όρο 1,3 άλλα άτομα. Ενώ με βάση τα έως τώρα κλινικά δεδομένα, η μετάδοση του SARS-CoV-2 είναι πιθανή από άτομα που έχουν μολυνθεί από τον ιό, αλλά δεν εμφανίζουν ακόμα σοβαρά συμπτώματα.
Όπως και με τις άλλες αναπνευστικές λοιμώξεις, η λοίμωξη από τον νέο κορωνοϊό μπορεί να προκαλέσει ήπια συμπτώματα, όπως ρινική καταρροή, πονόλαιμο, πυρετό και ξηρό βήχα. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις οι ασθενείς εκδηλώνουν δύσπνοια και πνευμονία. Ωστόσο, πρόσφατες αναφορές συσχετίζουν και άλλα συμπτώματα με τη νόσο COVID-19. Όπως εξήγησε ο κ. Τσιόδρας, πρόκειται για την άτυπη συμπτωματολογία όπου «άνθρωποι με τέτοια συμπτωματολογία μπορεί να έχουν διάρροια ή άτομα στα οποία διαταράσσεται η λειτουργία της όσφρησης και δεν μπορούν να μυρίσουν οσμές ή ταυτόχρονα να διαταράσσεται η γεύση».
Εξήγησε ακόμα ότι «το 40% των περιπτώσεων ανοσμίας, δηλαδή απώλειας ή υπολειτουργίας της αίσθησης της όσφρησης, εμφανίζεται μετά από μια ίωση, συνήθως ίωση και λοίμωξη του αναπνευστικού».
Στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο εμφανίζονται όλο και περισσότερες περιπτώσεις ανοσμίας σε επιβεβαιωμένες περιπτώσεις του ιού SARS-CoV-2. Ενώ και ο διάσημος μπασκετμπολίστας του NBA Ρούντι Γκόπερτ μέσω του Twitter αναρωτήθηκε αν και άλλοι ασθενείς έχουν ανοσμία, όπως ο ίδιος επί τέσσερις συνεχείς ημέρες.
«Όσο περισσότερο μελετούμε τον ιό, τόσο περισσότερο θα τον καταλαβαίνουμε και θα υιοθετούμε αντίστοιχες στρατηγικές πρόληψης και απομόνωσης ατόμων, ακόμα και με ήπια ή άτυπη συμπτωματολογία», σχολίασε ο κ. Σωτήρης Τσιόδρας αναφερόμενος στα άτυπα αυτά συμπτώματα.
Ανοσμία και διαταραχής της γεύσης
Πράγματι, γιατροί στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Βρετανία αναφέρουν έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ασθενών τις τελευταίες εβδομάδες με ανοσμία, την απότομη δηλαδή απώλεια της όσφρησης, ως σημάδι νόσησης από τον νέο κορωνοϊό σε άτομα που κατά τα άλλα εμφανίζονται να είναι καλά. Στη Βρετανία έχει ήδη δοθεί η σύσταση τους γιατρούς να συμβουλεύουν τους ανθρώπους με αιφνίδια απώλεια όσφρησης ή και διαταραχή της γεύσης να αυτο-περιορίζονται στο σπίτι ακόμα και εν τη απουσία άλλων συμπτωμάτων.
Στο παρελθόν άλλοι κορωνοϊοί έχουν σχετιστεί με την ανοσμία, σε ποσοστό έως και 15% των κρουσμάτων. Στην περίπτωση του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2 ήδη υπάρχουν αναφορές Ιταλών γιατρών για συναδέλφους τους που εργάζονται σε νοσοκομεία πρώτης γραμμής ότι έχουν υψηλή συχνότητα απώλειας όσφρησης.
Επίσης στη Γαλλία έχει καταγραφεί κύμα περιπτώσεων ανοσμίας, που σύμφωνα με τον ομόλογο του κ. Τσιόδρα, Ζερόμ Σαλομόν, παραμένει σχετικά σπάνιο σύμπτωμα αλλά παρατηρείται κυρίως σε νεότερους ασθενείς με ήπια συμπτώματα της νόσου COVID-19.
Η Claire Hopkins, πρόεδρος της Βρετανικής Ωτορινολαρυγγολογικής Εταιρείας σε επιστολή προς τα μέλη της επιστημονικής εταιρείας, που απέστειλε την περασμένη Παρασκευή εξηγεί ότι δεν την εκπλήσσουν οι αναφορές για την απώλεια της όσφρησης που αναφέρουν γιατροί σε ασθενείς στο Ιράν και τη Γαλλία.
Αλλά αυτό που την κινητοποίησε πραγματικά ήταν η αναφορά για επαγγελματίες υγείας στη νοσοκομεία της Ιταλίας με ιδιαίτερα υψηλή συχνότητα απώλειας της όσφρησης. «Τότε αρχίσαμε όλοι να παρατηρούμε αύξηση στους ασθενείς, που είναι νέοι ηλικιακά και κατά τα άλλα εντελώς ασυμπτωματικοί, να έχουν απώλεια της όσφρησης. Εννέα στους 20 ασθενείς που είδα την περασμένη εβδομάδα είχαν πρόσφατα χάσει την ικανότητα τους να μυρίζουν», λέει η βρετανίδα ΩΡΛ.
Στις ΗΠΑ η Αμερικανική ακαδημία Ωτορινολαρυγγολογιας – Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου, την περασμένη Κυριακή, υπογράμμισε τη σημασία των διαρκώς αυξανόμενων στοιχείων για ανοσμία και δυσγευσία (δηλαδή διαταραχή της γεύσης) ως «σημαντικά συμπτώματα» του νέου κορωνοϊού.
Στη Γερμανία, ο Ιολόγος Hendrik Streeck από το Πανεπιστήμιο της Βόννης πήγε πόρτα-πόρτα σε περίπου 1.000 άτομα που είχαν τεθεί σε καραντίνα τον Φεβρουάριο. Τα δύο τρίτα των θετικών ατόμων στον κορωνοϊό είχαν αναφέρει απώλεια οσμής και γεύσης τις τελευταίες ημέρες.
Διάρροια και ανορεξία
Εν τω μεταξύ στο American Journal of Gastroenterology δημοσιεύεται πολυκεντρική κινεζική μελέτη που βάζει στο πεδίο των άτυπων συμπτωμάτων της νόσου COVID-19, αυτή τη φορά αυτά του πεπτικού συστήματος. Σύμφωνα με τη μελέτη που έχει γίνει από την Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για την Ιατρική Αντιμετώπιση της νόσου στην πόλη της Ουχάν, όπου ξεκίνησε η πανδημία, από τους 204 ασθενείς σχεδόν οι μισοί (49%) προσήλθαν στο νοσοκομείο με γαστρεντερικά ενοχλήματα (ανορεξία, διάρροια, έμετος, κοιλιακό άλγος) ως το προεξάρχον σύμπτωμα νόσησης από COVID-19.
Οι ασθενείς που δεν εμφάνιζαν γαστρεντερικά συμπτώματα ήταν μάλιστα πιο πιθανό να θεραπευτούν και να λάβουν εξιτήριο συγκριτικά με τους υπόλοιπους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε 7 περιπτώσεις απουσίαζαν εντελώς τα συμπτώματα από το αναπνευστικό σύστημα.
Επίσης, στους ασθενείς με συμπτώματα από το πεπτικό σύστημα είχε μεσολαβήσει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την εμφάνιση των συμπτωμάτων μέχρι την εισαγωγή στο νοσοκομείο, συγκριτικά με τους ασθενείς που είχαν αναπνευστικά συμπτώματα. Γι’ αυτό η Αμερικανική Γαστρεντερολογική Εταιρεία συνιστά να ανέβει ο πήχης των ατόμων που ανήκουν στις ομάδες κινδύνου να νοσήσουν, ώστε να συμπεριληφθούν και εκείνοι με συμπτώματα του πεπτικού, αντί να περιμένουν οι κλινικοί γιατροί να εμφανίσουν και αναπνευστικά συμπτώματα.
Θα περιοριστεί η μετάδοση το καλοκαίρι;
Όπως και στην περίπτωση άλλων ιών που προσβάλλουν το αναπνευστικό σύστημα, για παράδειγμα η εποχική γρίπη, επιστήμονες και κοινό αναρωτιούνται αν ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2 θα καταταστεί λιγότερο μεταδοτικός όσο αυξάνει η θερμοκρασία και αν τελικά θα εξαφανιστεί το καλοκαίρι. Μελέτη που δημοσιεύθηκε μεν στο Social Science Research Network, αλλά δεν έχει αξιολογηθεί ακόμα, δείχνει ότι ο κορωνοϊός δεν εξαπλώνεται με τον ίδιο ρυθμό σε θερμότερες και περιοχές με περισσότερη υγρασία, εν αντιθέσει με τα ψυχρότερα κλίμακατα.
Οι Qasim Bukhari και Yusuf Jameel, από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, ανέλυσαν κρούσματα COVID-19 από όλο τον κόσμο και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το 90% των λοιμώξεων αφορούσαν περιοχές με θερμοκρασία περιβάλλοντος από 3 έως 17 βαθμούς Κελσίου και με απόλυτη υγρασία από 4 έως 9 γραμμάρια ανά κυβικό μέτρο (g/m3). Η «απόλυτη υγρασία» καθορίζεται από το πόση υγρασία υπάρχει στον αέρα ανεξαρτήτως της θερμοκρασίας περιβάλλοντος.
Σε χώρες όπου κατά μέσο όρο η θερμοκρασία ήταν άνω των 18 βαθμών Κελσίου και η απόλυτη υγρασία πάνω από 9 g/m3, ο αριθμός των κρουσμάτων αναλογούσαν σε λιγότερο από το 6% του συνόλου των κρουσμάτων, παγκοσμίως. Αυτό, σύμφωνα με τους ερευνητές Bukhari και Jameel, δείχνει ότι «η μετάδοση του 2019-nCoV είναι λιγότερο αποτελεσματική σε ζεστά και υγρά κλίματα». Η υγρασία ειδικά μπορεί να παίζει ρόλο στη μετάδοση καθώς, όπως υποστηρίζουν οι δύο ειδικοί, η μετάδοση του ιού μέχρι τώρα έχει συμβεί σε περιοχές με λιγότερη υγρασία.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το καλοκαίρι, που ενδεχομένως να έχουν χαλαρώσει τα μέτρα κοινωνικού περιορισμού, θα πρέπει όλοι να σπεύσουμε να γεμίσουμε χώρους διασκέδασης και παραλίες.
Ο ρόλος της υγρασίας στην εξάπλωση του κορωνοϊού
Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, η συμβολή της υγρασίας στην εξάπλωση του κορωνοϊού αναμένεται να είναι αμελητέα μέχρι και τον Ιούνιο, όταν τα επίπεδα της θα αρχίσουν να αυξάνουν πάνω από τα 9 g/m3. Αλλά με την καταγραφή περισσοτέρων από 10.000 κρουσμάτων της νόσου COVID-19 να καταγράφονται σε περιοχές με μέση θερμοκρασία περιβάλλοντος τους 18 βαθμούς Κελσίου μετά τις 15 Μαρτίου, ο ρόλος των υψηλότερων θερμοκρασιών στην επιβράδυνση της εξάπλωσης μπορεί να μελετηθεί μόνον σε πολύ υψηλότερες θερμοκρασίες.
«Επομένως η συμβολή της (θερμοκρασίας) θα είναι περιορισμένη τουλάχιστον στις βόρειες χώρες της Ευρώπης και των βορειότερων πολιτειών των ΗΠΑ, όπου μέχρι και τον Ιούλιο δεν επικρατούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες και όταν έχουν ζέστη, δεν διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα», εξηγούν οι δύο ερευνητές. Συνεπώς, οι πιθανότητες μείωσης της ταχύτητας μετάδοσης της νόσου COVID-19 με τη βοήθεια των περιβαλλοντικών παραγόντων θα είναι μικρή στις βόρειες περιοχές των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Δεν θα εξαφανιστεί ο κορωνοϊός το καλοκαίρι
Ο ειδικός σε θέματα Μολυσματικών Νόσων στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt, Δρ. William Schaffner, σχολιάζοντας τη μελέτη των Qasim Bukhari και Yusuf Jameel. σημειώνει ότι «δεν είναι λογικό σε αυτή τη φάση να περιμένουμε ότι ο ιός θα εξαφανιστεί το καλοκαίρι. Αλλά σε κάθε περίπτωση μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι».
Ο Δρ. Schaffner υπενθυμίζει ότι η εξάπλωση κάποιων ιών που προσβάλλουν το αναπνευστικό σύστημα περιορίζεται σε συνθήκες υψηλής υγρασίας και ζέστης. Δεν είναι βεβαια ξεκάθαρο γιατί η θερμοκρασία και η υγρασία επηρεάζουν τον ιό της γρίπης ή άλλους εποχικούς ιούς, αλλά σύμφωνα με τον ειδικό εν μέρει αυτό μπορεί να αποδοθεί στην διαδικασία της εκπνοής, κατά την οποία ο ιός που περιμένει κρυμμένος στο πίσω μέρος του λαιμού πιέζεται και τελικά βγαίνει στον αέρα. «Αν είχαμε ένα μικροσκόπιο και παρακολουθούσαμε τον ιό, τότε θα βλέπαμε ότι περιβάλλεται από μια μικροσκοπικλη σφαίρα υγρασίας, ένα σταγονίδιο δηλαδή», συμπληρώνει.
Κατά τον Δρ. Schaffner, όταν τον χειμώνα επικρατεί χαμηλή υγρασία στην ατμόσφαιρα, το σταγονίδιο αυτό τείνει να εξατμίζεται γεγονός που σημαίνει ότι «ο ιός μπορεί πλανάται στον αέρα για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα αφού η βαρύτητα δεν μπορεί να το τραβήξει προς το έδαφος». Αντίθετα, το καλοκαίρι, όταν δια της εκπνοής απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα ένα σταγονίδιο με ιικό περιεχόμενο, δεν εξατμίζεται γεγονός που σημαίνει ότι είναι βαρύτερο και η βαρύτητα το τραβά προς το έδαφος πιο γρήγορα. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να πλανάται στον αέρα για μεγάλο χρονικό διάστημα όπως τους χειμερινούς μήνες, καθιστώντας δυσκολότερη η λοίμωξη ατόμων που βρίσκονται στον ίδιο χώρο.
Τέλος, ο Δρ. William Schaffner σημειώνει ότι η μετάδοση της γρίπης στο καλοκαίρι μειώνεται κι έτσι συνηθίζουμε να μην ασχολούμαστε μ’ αυτήν. Αλλά άλλοι ιοί, όπως ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2 αλλά και άλλα στελέχη κορωνοϊών που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα, έχουν μια εποχική κατανομή που δεν είναι το ίδιο δραματική με αυτή της γρίπης. Αλλά «σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στους ζεστούς μήνες και την υγρασία για να επιβραδυνθεί η εξάπλωση ενός ιού», υπογραμμίζει.