Έχει περάσει ένας μήνας από τον εντοπισμό κρουσμάτων στην Κύπρο και τέσσερις από την έναρξη της διασποράς του, που ξεκίνησε από την Κίνα. Ένα μικρό διάστημα για τους επιστήμονες, που δεν πρόλαβαν να βγάλουν απόλυτα συμπεράσματα αφού βαδίζουν, όπως και ολόκληρος ο πλανήτης σε αχαρτογράφητα νερά.
Τα ερωτήματα για τον κορωνοϊό covid-19, συνεχίζουν να είναι περισσότερα από τις απαντήσεις. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου συλλέγονται πιο πολλές πληροφορίες και δίδονται απαντήσεις σε κάποια από αυτά.
Ένα από αυτά για τα οποία υπάρχει απάντηση, είναι για πιο λόγο επιλέγησαν οι 14 μέρες για να μπει κάποιος σε καραντίνα. Γιατί όχι 7 ή 15;
«Η περίοδος επώασης της ασθένειας είναι από τρεις μέχρι έντεκα ημέρες, σύμφωνα με τα στοιχεία γι’ αυτό και η καραντίνα είναι για 14 μέρες. Προστέθηκαν τρεις ημέρες, ώστε να δοθεί ένα περιθώριο και να είμαστε σίγουροι. Αυτό ακολουθείται διεθνώς και αποφασίστηκε αφού μελετήθηκε η περίοδος επώασης σε πολλούς ασθενείς», ανέφερε στον REPORTER ο καθηγητής μικροβιολογίας /Μοριακής Ιολογίας της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου Λευκωσίας, Πέτρος Καραγιάννης.
Μια μεγάλη απορία που δημιουργείται στους πολίτες, εξάλλου, είναι γιατί κάποια τεστ κορωνοϊού σε θετικά κρούσματα δεν δείχνουν από την πρώτη φορά και μπορεί να χρειαστούν δύο ή τρία;
«Αυτό εξαρτάται και από το δείγμα. Ναι μεν αρχικά ο ιός μπορεί να είναι στο άνω αναπνευστικό σύστημα, αλλά μετά που πηγαίνει πιο βαθιά, είναι πιο δύσκολο να ανιχνευτεί. Εξαρτάται και από τα επίπεδα αναπαραγωγής του ιού. Εάν δεν αναπαράγεται σε ψηλά επίπεδα, σε αυτούς που είναι ασυμπτωματικοί για παράδειγμα, δυσκολεύει και τις δυνατότητες να ανιχνευτεί. Οι ασυμπτωματικοί «καθαρίζουν» τον ιό πολύ πιο γρήγορα. Φαίνεται από κάποια γραφήματα, που υπάρχουν σε πρόσφατες μελέτες, είναι και πιο σύντομη η περίοδος που είναι μεταδοτικοί, είναι γύρω στις 10 μέρες ενώ σε κάποιον που νοσεί βαριά, μπορεί να πάει και 25 μέρες» ανέφερε ο κ. Καραγιάννης.
Από την πλευρά της η παθολόγος/λοιμωξιολόγος Λέκτορας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Ειρήνη Χριστάκη ανέφερε πως «αρχικά, εάν ο ιός βρίσκεται στο χρόνο επώασης, μπορεί το τεστ να είναι αρνητικό και στη συνέχεια να γίνει θετικό στο ρινοφάρυγγα. Εάν το τεστ αυτό ήταν αρχικά θετικό, μπορεί να μην ανιχνεύεται στον ρινοφάρυγγα αλλά άμα ψάξει κανείς στο κατώτατο αναπνευστικό σύστημα. Συνήθως αυτοί οι ασθενείς έχουν πιο έντονα συμπτώματα και βρίσκονται στο νοσοκομείο».
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες ατόμων που υποβάλλονται σε δεύτερο τεστ, παρατήρησε η κ. Χριστάκη.«Κάποιος που δεν έχει ήπια συμπτώματα θα παραπεμφθεί και θα ελεγχθεί. Εάν βγει αρνητικό το τεστ μπορεί να χρειαστεί να κάνει και δεύτερο. Επίσης δεύτερα τεστ μπορούν να κάνουν και οι επαγγελματίες υγείας αλλά και τα θετικά κρούσματα που θέλουμε να δούμε εάν είναι, πλέον αρνητικά».
Παίζει ρόλο πόσο κορωνοϊό θα εισπνεύσουμε;
Το ερώτημα που απασχολεί όλους όμως και έχει να κάνει με τον τρόπο συμπεριφοράς και δράσης του ιού, δεν κατέστη δυνατό να απαντηθεί από την επιστημονική κοινότητα. Κι αυτό επειδή πρέπει πρώτα να συλλεχθούν κι άλλα δεδομένα από ασθενείς.
Γιατί κάποιοι ενώ είναι απόλυτα υγιείς πεθαίνουν; Για ποιο λόγο κάποιοι νοσούν τόσο βαριά και άλλοι είναι ασυμπτωματικοί; Το δεύτερο ερώτημα καλέσαμε τον Δρ. Καραγιάννη να το απαντήσει, αφού υπάρχουν κάποιες επιστημονικές ενδείξεις ότι ρόλο διαδραματίζει και η ποσότητα του ιού που θα εισπνεύσει κάποιο. Ενδείξεις που οδήγησαν πολλούς επιστήμονες, να συστήνουν πλέον την προστατευτική μάσκα σε όλους, όταν βγαίνουν από το σπίτι τους.
«Δεν έχουμε τεκμήρια, αλλά πρέπει να παίζει ρόλο η δόση με την οποία θα έρθει σε επαφή κάποιος. Είναι κάπως λογικό. Δηλαδή εάν κάποιος εκτεθεί σε μια σταγόνα που να έχει π.χ. 100 σταγονίδια του ιού, είναι κάπως διαφορετικό με αυτόν που θα εισπνεύσει για παράδειγμα 15. Η πιθανότητα να μολυνθούν περισσότερα κύτταρα και ενδεχομένως να υπάρχει μια πιο γρήγορη αναπαραγωγή, είναι κάτι που μπορεί να έχει βάση αλλά δεν έχουμε κανένα τεκμήριο που να το υποστηρίζει. Ίσως οφείλεται στην ποσότητα του ιικού φορτίου που εκτίθεται κάποιος», ανέφερε ο κ. Καραγιάννης.
Αυτό και πολλά άλλα ερωτήματα, που αφορούν στην πορεία του ιού σε κάθε χώρα, στο πραγματικό ποσοστό θνησιμότητας καθώς και στην κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή παραμένουν αναπάντητα και ίσως χρειαστούν πολλοί ακόμη μήνες για να απαντηθούν από την επιστημονική κοινότητα.
Διαβάστε επίσης