Δέκα ολόκληρα χρόνια αγωνιζόταν νομικά με σκοπό να πάρει τα συνταξιοδοτικά της ωφελήματα, πλην όμως δεν τα κατάφερε, αφού η προσφυγή της στο Ανώτατο Δικαστήριο απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη, ενώ και το Εφετείο, όπου κατέφυγε, είχε την ίδια θέση με το Ανώτατο και επικύρωσε την απόρριψη της προσφυγής.
Η αιτήτρια ήταν αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, το οποίο το 2011 την πληροφόρησε ότι δεν δικαιούται συνταξιοδοτικά ωφελήματα, παρά τον διορισμό της στη συντάξιμη θέση της αναπληρώτριας καθηγήτριας, επειδή δεν υπηρέτησε στη θέση της, λόγω απουσίας της με άδεια άνευ απολαβών, από τον διορισμό της στη θέση μέχρι και την αφυπηρέτησή της.
Η ανέλιξη της εφεσείουσας στην πιο πάνω θέση αποφασίστηκε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου το 2008. Η εφεσείουσα αποδέχτηκε την προσφορά διορισμού της, πληροφόρησε δε το πανεπιστήμιο ότι θα συνέχιζε να βρίσκεται σε άδεια απουσίας άνευ απολαβών μέχρι τις 30.6.2009. Με τη λήξη της άδειας απουσίας που της είχε παραχωρηθεί, η εφεσείουσα δεν επέστρεψε στα καθήκοντά της, ενώ με επιστολή της ημερομηνίας 1.7.2009 υπέβαλε αίτημα πρόωρης αφυπηρέτησης. Η επιτροπή ενέκρινε το αίτημα με ισχύ από 1.7.2009.
Η επιτροπή του πανεπιστημίου αποφάσισε στη συνέχεια ότι η εφεσείουσα δεν δικαιούται σύνταξη, αφού από την ημερομηνία του διορισμού της μέχρι την αφυπηρέτησή της δεν είχε υπηρετήσει ούτε μια μέρα στη θέση της αναπληρώτριας καθηγήτριας, αλλά μόνο εφάπαξ ποσό, το οποίο της καταβλήθηκε.
Μετά την εξέλιξη αυτή η εφεσείουσα προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, όμως η προσφυγή της κρίθηκε εκπρόθεσμη, και έτσι κατέφυγε στο Εφετείο, όπου πέντε δικαστές του Ανωτάτου επικύρωσαν την πρωτόδικη απόφαση. Το Εφετείο στην απορριπτική απόφαση του τονίζει ότι η προθεσμία των 75 ημερών που προνοείται στο Άρθρο 146.3 του Συντάγματος για άσκηση προσφυγής είναι επιτακτική και ανατρεπτική ως ζήτημα δημόσιας τάξης και ερμηνεύεται, κατά πάγια νομολογία, αυστηρά.