Έπεσε στο Ανώτατο Δικαστήριο η έφεση του τέως Γενικού Εισαγγελέα, σε σχέση με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιβάλει χρηματικό πρόστιμο στον οδηγό που προκάλεσε το θανατηφόρο δυστύχημα στις 22 Δεκεμβρίου 2017, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ο 48χρονος επιχειρηματίας, Αντρέας Πιερίδης από τη Λάρνακα, ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου «Κνωσός».
Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, για το οποίο του επιβλήθηκε χρηματική ποινή ύψους €3.000 και του αποστέρησε το δικαίωμα να αποκτά ή κατέχει άδεια οδήγησης για περίοδο οκτώ μηνών, ενώ παραδέχθηκε επίσης πως κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε χωρίς ασφαλιστική κάλυψη, με το Δικαστήριο να του επιβάλλει πρόστιμο €300 και στέρηση της άδεια οδήγησης για περίοδο δύο μηνών,
Το τροχαίο δυστύχημα σημειώθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2017, όταν 52χρονος οδηγός που κατευθυνόταν από την Οδό Ιθάκης στη τουριστική περιοχή Ορόκλινης, στην προσπάθεια του να διασταυρώσει το δρόμο για να μεταβεί σε υποστατικό στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ανέκοψε την πορεία του άτυχου 48χρονου. Ο 52χρονος διαπίστωσε την παρουσία του αυτοκινήτου του θύματος να τον προσεγγίζει και αντιλήφθηκε ότι κινείτο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ωστόσο υπολόγισε λανθασμένα ότι προλάβαινε να διασταυρώσει τον δρόμο. Από την σύγκρουση, το αυτοκίνητο του 48χρονου αναφλέγηκε και από αυτό ανασύρθηκε από τον κατηγορούμενο, ο οποίος προσέτρεξε να τον βοηθήσει. Το θύμα τραυματίστηκε κρίσιμα και υπέκυψε στα τραύματα του πέντε ημέρες μετά το τροχαίο.
Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε προσέβαλε την ποινή που επιβλήθηκε στον 52χρονο, ως έκδηλα ανεπαρκής, με την εισήγηση ότι δεν αντανακλά τη σοβαρότητα του αδικήματος, τις συνέπειες της πράξης και την ανάγκη για ειδική αλλά και γενική αποτροπή, ενώ αρμόζουσα, κατά τον εκπρόσωπο του, ποινή, ήταν αυτή της φυλάκισης.
Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα γεγονότα της υπόθεσης καταδείκνυαν πως το δυστύχημα συνέβηκε, όχι ως αποτέλεσμα αδιαφορίας του 52χρονου αλλά λόγω κακής εκτίμησης του ότι προλάβαινε να εισέλθει στον κύριο δρόμο χωρίς να ανακόψει την πορεία του άλλου αυτοκινήτου, κατατάσσοντας την υπόθεση στο μεταίχμιο του άρθρου 210 και του αδικήματος της αμελούς οδήγησης.
Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε ότι η οδική συμπεριφορά του 52χρονου βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ επικίνδυνης και απερίσκεπτης πράξης, με την πλάστιγγα να γέρνει στη μεριά της απερίσκεπτης οδήγησης. Ανάφερε ακόμα πως ουσιαστικά ο 52χρονος αδιαφόρησε για την παρουσία του αυτοκινήτου του θύματος. Αυτό σε συνδυασμό με τα επιβαρυντικά γεγονότα της υπέρβασης του ορίου αλκοόλης στον οργανισμό του και της οδήγησης χωρίς ασφάλεια, θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιβολή ποινής φυλάκισης, όπως ανέφερε.
Ωστόσο, το Ανώτατο έκρινε πως οι περιστάσεις του δυστυχήματος δεν αναδεικνύουν αδιαφορία από μέρους του 52χρονου, αναφέροντας μεταξύ άλλων, πως «είχε σταματήσει στο ΑΛΤ και έλαβε υπόψη του τα δεδομένα του δρόμου, κατέληξε ωστόσο στην λανθασμένη απόφαση, απότοκο της εσφαλμένης του εκτίμησης».
«Μετά τη σύγκρουση προσέτρεξε σε βοήθεια του θύματος και τον ανέσυρε από το φλεγόμενο αυτοκίνητο. Είχε προβεί σε άμεση παραδοχή ενώπιον των αστυνομικών αρχών και παραδέχτηκε την κατηγορία στο Δικαστήριο. Διαπίστωσε ακόμα το πρωτόδικο Δικαστήριο καθυστέρηση ενός χρόνου στη καταχώρηση του κατηγορητηρίου σημειώνοντας ότι καλείτο να επιβάλλει ποινή 18 μήνες μετά το δυστύχημα. Έλαβε ακόμα υπόψη προς όφελος του, ότι το θύμα οδηγούσε επικίνδυνα κινούμενο με μεγάλη ταχύτητα και δεν ελάττωσε ταχύτητα όταν το αυτοκίνητο του 52χρονου του ανέκοψε την πορεία, παρά την μεγάλη ορατότητα που είχε και το γεγονός ότι ο 52χρονος, ενώ βρισκόταν ακινητοποιημένος, εκκίνησε και διάνυσε μεγάλη απόσταση στην πορεία του. Επεσήμανε ακόμα ότι το θύμα είχε καταναλώσει υπολογίσιμη ποσότητα αλκοόλ, που αναπόφευκτα επηρέαζε την ικανότητα του να οδηγεί με ασφάλεια. Δεν διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι και ο 52χρονος παρουσίαζε μικρή υπέρβαση του επιτρεπόμενου ορίου αλκοόλης, χωρίς ωστόσο στην περίπτωση του να αναφέρει ότι είχε επηρεαστεί η ικανότητα του να οδηγεί. Σημειώνεται πως δεν είχε καν κατηγορηθεί γι’ αυτό. Ούτε παραγνώρισε την απουσία ασφαλιστικής κάλυψης για την οποία επίσης τον τιμώρησε. Αναγνώρισε και τα δύο στοιχεία ως επιβαρυντικά, πρόδηλα όμως όχι στο βαθμό που να καθιστούσαν την επιβολή ποινής φυλάκισης αναπόφευκτη».
Κατάληξη του Ανώτατου Δικαστηρίου, είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα ορθά πλαίσια λαμβάνοντας υπόψη τις ορθές παραμέτρους, με επιείκεια και χωρίς να έχει υποπέσει σε σφάλμα αρχής και ως εκ τούτου, απέρριψε την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα.
reporter.com.cy
Διαβάστε επίσης