Μολονότι οι μαθητές νηπιαγωγείου έως Λυκείου (τεσσάρων έως 18 ετών) μπορούν να κολλήσουν τον κορωνοϊό, οι περισσότεροι δεν αναπτύσσουν συμπτώματα της Covid-19 ή περνάνε ήπια τη νόσο. Αν και θεωρούνται λιγότερο ευάλωτοι στη λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2 σε σχέση με τους ενηλίκους, πιθανώς τον μεταδίδουν σε παρόμοιο βαθμό, σύμφωνα με τη γενική εικόνα που έχουν διαμορφώσει οι επιστήμονες έως τώρα.
Καθώς έχουν αρθεί οι περιορισμοί σε μεγάλο βαθμό στις περισσότερες χώρες, οι λοιμώξεις στα παιδιά και στους εφήβους αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες, αναφέρουν τρεις Αμερικανοί επιστήμονες σε παρέμβασή τους στο κορυφαίο επιστημονικό περιοδικό “Science”.
Οι Γκάρετ Φιτζέρλαντ, Τίλο Γκρόσερ και Ρόναν Λόρνταν, καθηγητές και ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, επισημαίνουν ότι, σύμφωνα με τη έως τώρα εμπειρία, οι λοιμώξεις συνήθως εισάγονται στα σχολεία από την κοινότητα και η περαιτέρω μετάδοση μέσα στα ίδια τα σχολεία είναι σπάνια, όταν τηρούνται σχολαστικά τα μέτρα ασφαλείας και προστασίας, που αποτρέπουν την εξάπλωση του ιού μεταξύ των μαθητών και εκπαιδευτικών. Οι κατά καιρούς περιπτώσεις μαζικότερων κρουσμάτων σε σχολεία συνήθως σχετίζονται με αυξημένη μετάδοση του κορονοϊού στην ευρύτερη κοινότητα, ανεπαρκή τήρηση των αποστάσεων, κακό εξαερισμό των αιθουσών και μη χρήση μάσκας από μαθητές και εκπαιδευτικούς.
Το έως τώρα βασικό συμπέρασμα από τα σχολεία σε ΗΠΑ και Ευρώπη είναι ότι όσα εφάρμοσαν τα μέτρα, δεν έχουν συμβάλει σημαντικά στην αυξημένη κυκλοφορία του ιού στις τοπικές κοινότητες. Με αυτό ως δεδομένο, οι τρεις Αμερικανοί επιστήμονες αναδεικνύουν τρία ζητήματα εστίασης της προσοχής σχετικά με το άνοιγμα των σχολείων:
1. Η ελαχιστοποίηση των λοιμώξεων που εισάγονται μέσα στα σχολεία από έξω: Αυτό πρωτίστως σημαίνει προσεκτική παρακολούθηση των παιδιών για τυχόν συμπτώματα, ώστε να ακολουθήσει διαγνωστικό τεστ. Όμως είναι βέβαιο ότι πολλές λοιμώξεις είναι σιωπηλές. Μεγάλα ποσοστά ανθρώπων (το 15% έως 50% των παιδιών και το 10% έως 30% των ενηλίκων) είτε θα είναι ασυμπτωματικοί φορείς καθώς το ανοσοποιητικό σύστημα τους καταπολεμά επιτυχώς τον κορονοϊό, είτε θα είναι προσυμπτωματικοί, δηλαδή θα εκδηλώσουν συμπτώματα αργότερα, όμως μεταδίδουν ιδιαίτερα τον ιό μία έως τρεις μέρες πριν την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Τα σημερινά μοριακά τεστ δεν μπορούν να «πιάσουν» απολύτως αξιόπιστα τις σιωπηλές λοιμώξεις. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τους τρεις επιστήμονες, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ελαχιστοποίησης του κινδύνου εισαγωγής λοιμώξεων στο σχολείο είναι ο περιορισμός της δια ζώσης μάθησης, εωσότου βρίσκονται υπό σχετικό έλεγχο οι λοιμώξεις στην τοπική κοινότητα, με λιγότερα από 30 έως 50 νέα κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους την εβδομάδα (π.χ. για την Ελλάδα αυτό σημαίνει λιγότερα από 3.000 έως 5.000 κρούσματα εβδομαδιαίως, κάτι που ισχύει σήμερα). Χώρες που αποφάσισαν να ανοίξουν τα σχολεία χωρίς να απαιτούν τη χρήση μάσκας μέσα στις τάξεις, αλλά μόνο στους διαδρόμους, συνήθως έχουν σχεδόν μηδενική μετάδοση του ιού στην κοινότητα.
2. Ελαχιστοποίηση της περαιτέρω μετάδοσης του κορονοϊού μετά τη διείσδυση του μέσα στο σχολείο: Η Covid-19 εξαπλώνεται μέσω μολυσμένων σωματιδίων που περιέχουν τον ιό και εκλύονται κατά την αναπνοή, την ομιλία, τις φωνές, τα τραγούδια, το βήχα και το φτάρνισμα. Επειδή τα μικρότερα σταγονίδια μένουν για αρκετή ώρα αιωρούμενα στον αέρα, προκειμένου να περιοριστεί η μετάδοση του ιού, δεν αρκεί η τήρηση των αποστάσεων μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών, αλλά χρειάζεται επίσης μικρότερη διάρκεια της πιθανής έκθεσης κάποιου στον ιό. Αυτό πρακτικά σημαίνει χρονικό περιορισμό της παραμονής στον ίδιο χώρο, αποφυγή δραστηριοτήτων όπως τα τραγούδια, βελτίωση του αερισμού των χώρων και συστηματική χρήση της μάσκας. Αν και η μετάδοση του ιού είναι λιγότερο πιθανή σε εξωτερικούς χώρους, οι αθλητικές δραστηριότητες που συνεπάγονται πολύ στενή επαφή και έκθεση στην εκπνοή των άλλων, πρέπει να αποφεύγονται.
3. Για να αποφευχθεί συρροή κρουσμάτων σε ένα σχολείο, πρέπει να ελαχιστοποιηθεί η δευτερογενής μετάδοση στο μικρότερο δυνατό αριθμό ατόμων: Αυτό σημαίνει σχετική απομόνωση των επιμέρους ομάδων (π.χ. τάξεων) της σχολικής κοινότητας μεταξύ τους, κάτι που θα μειώσει τον αριθμό των δυνητικά επικίνδυνων διαπροσωπικών επαφών και θα διευκολύνει την ιχνηλάτηση, αν διαγνωστεί κρούσμα. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέτρα καραντίνας θα περιοριστούν στη συγκεκριμένη ομάδα (π.χ. τάξη) και όχι σε όλο το σχολείο. Η έγκαιρη ανίχνευση των μαθητών ή εκπαιδευτικών που έχουν μολυνθεί από τον ιό, είναι εν προκειμένω σημαντική.
Τέλος, όσο περισσότερο η ευρύτερη κοινότητα φροντίζει για την αποτροπή μετάδοσης του κορωνοϊού μέσω περιοριστικών μέτρων σε άλλες κοινωνικές συναθροίσεις, τόσο ασφαλέστερο θα είναι για τα παιδιά το σχολείο, σύμφωνα με τους τρεις Αμερικανούς επιστήμονες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Διαβάστε επίσης