Site icon Hallocy

Αλέξια: Η σπαρακτική περιγραφή από την εισβολή στα Βαρώσια

Εμφανώς συγκινημένη, η Αλέξια μιλά για το σπίτι της στα Βρώσια, τους βομβαρδισμούς και την τουρκική εισβολή που τους ανάγκασε να φύγουν.

Συγκλονιστική ήταν η γνωστή Κύπρια τραγουδίστρια, η οποία μίλησε δημόσια για την τουρκική εισβολή που ανάγκασε την ίδια και την οικογένειά της να εγκαταλείψουν το σπίτι τους στα Βαρώσια προκειμένου να σωθούν.

Με φόντο τη νέα τουρκική πρόκληση με το άνοιγμα του παραλιακού μετώπου της Αμμοχώστου αναφέρθηκε στα παιδικά της χρόνια εκεί καθώς ήταν 10 ετών όταν έφυγε και είπε πως θυμάται ακόμα τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του σπιτιού τους.

“Τρέμω λίγο, γιατί δεν είχα δει πώς έχει εξελιχθεί η κατάσταση” δήλωσε στο Mega και το Live News αναφορικά με την τουρκική “φιέστα” στα Βαρώσια.

“Χτες πήγα στη διαμαρτυρία στη Δερύνεια. Το σπίτι μου ήταν στα Βαρώσια. Φύγαμε στην πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής, στις 20 του Ιούλη, ήμουν 10 χρονών τότε. Έξι το πρωί όταν ακούστηκε η σειρήνα, μας σήκωσε η μητέρα μου και μας είπε “κορίτσια γίνεται πόλεμος, πρέπει να φύγουμε”. Τότε ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί”, είπε εμφανώς συγκινημένη.

“Σαν παιδιά ακούγαμε τους μεγάλους να μιλούν ψιθυριστά, και αισθανόμασταν ότι μιλούσαν για κάτι πολύ τρομακτικό και περιμέναμε κάτι τρομερό να συμβεί. Που συνέβη. Είχα πάει στις αγγλικές βάσεις τότε. Φίλοι του πατέρα μου συνεργάζονταν με Άγγλους αξιωματικούς, και μας επέτρεπαν να κοιμόμαστε στα γραφεία τους, ή και έξω, στην περιοχή γύρω, για να είμαστε προστατευμένοι. Μετά επιστρέψαμε κάποια στιγμή στην Αμμόχωστο, και στις 13 Αυγούστου φύγαμε πάλι”, συνέχισε να θυμάται.

Μιλώντας για τους βομβαρδισμούς η Αλέξια μίλησε για τα όσα έχει συγκρατήσει: “Τον ήχο τον τρομαχτικό, όταν τα αεροπλάνα ρίχνουν τις βόμβες. Νομίζεις ότι διαρκεί για πάντα και κάποια στιγμή εκρήγνυται η βόμβα. Αυτά δεν περνούν. Με κάθε απειλή της Τουρκίας, όλοι οι φίλοι μου, η οικογένειά μου, τραυματιζόμαστε κάθε φορά”.

Αναφερόμενη στα συναισθήματά της όταν βλέπει το σπίτι που μεγάλωσε, η ίδια συγκινήθηκε πολύ. “Την πρώτη φορά που πήγα έμεινα στο απέναντι πεζοδρόμιο και δεν μπορούσα να φύγω. Ήθελα να κοιμηθώ στο πεζοδρόμιο, δεν ήθελα να φύγω. Έβλεπα τον κόσμο στις βεράντες και άκουγα τους ήχους που θα ήταν γνώριμοι, αλλά δεν ήταν οικείοι”.

Exit mobile version