Της είχα πει: “Αν σε ξαναδώ να κάνεις έτσι στο παιδί απότομα το κεφαλάκι της θα σου σπάσω το δικό σου κεφάλι”. Η απάντησή της ήταν να σου λέει: “Δεν παθαίνει τίποτα, χαϊδεύεται η Τζωρτζίνα”.
Ενώ η Ρούλα Πισπιρίγκου είναι προφυλακισμένη, καθώς κατηγορείται για τον θάνατο της μεγαλύτερης κόρης της Τζωρτζίνας, νέες μαρτυρίες ανθρώπων που βρίσκονταν κοντά στην οικογένεια, σοκάρουν. Φίλος του Μάνου Δασκαλάκη περιγράφει στο Πρωινό:
«Δεν συμπαθούσε καμία γυναίκα, με όλες τσακωνόταν, πάντα έβρισκε κάτι πάνω τους που την ενοχλούσαν (π.χ. αυτή είναι ψεύτρα, αυτή μοιάζει έτσι ειρωνικά, αυτή βρωμάει) όλο τέτοιες ασυναρτησίες, ότι αυτή είναι η σωστή, η λογική, η όμορφη, ότι είναι ανώτερη. Η Ρούλα στην εντατική όχι μόνο έφευγε τα βράδια, αλλά όταν ήταν εκεί το μυαλό της αντί να είναι στο παιδί ήταν να παραγγέλνει να φάει κινέζικο, ή πού θα πάει για μπάνιο, να κάνει ηλιοθεραπεία και φάει σουβλάκια.
Αντιθέτως, ο Μάνος καθόταν όλη την πρώτη εβδομάδα που το παιδί διασωληνώθηκε στην εντατική χωρίς να φύγει καθόλου, καθώς πήγαινα κι εγώ τα βράδια όταν σχόλαγα από την δουλειά μου και καθόμουν μαζί του μέχρι το μεσημέρι της άλλης μέρας που θα έκαναν ενημέρωση οι γιατροί. Ήρθε η στιγμή που την αποσωλήνωσαν την Τζωρτζίνα, διαπιστώθηκε ότι έχει μεγάλη εγκεφαλική βλάβη και ενώ η Τζωρτζίνα γύρισε σπίτι με ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα, η Ρούλα ήθελε και ταξιδάκια μονοήμερα, αφήνοντας το παιδί να το φυλάει η μητέρα του Μάνου.
Οι μόνοι που ήταν κοντά στην Τζωρτζίνα ήταν ο παππούς, ο πατέρας του Μάνου, η γιαγιά, η μάνα του Μάνου και ο σύντροφος της μητέρας του Μάνου, εφόσον οι γονείς του είναι χωρισμένοι από μικρό παιδί που ήταν ο Μάνος και πιο πολύ μια φίλη μας η «νονά», όπως την έλεγε η Τζωρτζίνα. Εγώ και η κοινή μας φίλη (νονά) πηγαίναμε σχεδόν καθημερινά στο σπίτι για να είμαστε κοντά στους γονείς για ψυχολογικούς λόγους και να βλέπουμε και την Τζωρτζίνα. Πώς είναι, να της κάνουμε παρέα για να μπορεί πάλι το παιδί να επανέλθει με ένα γέλιο, με ένα χάδι.
Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν ότι επειδή η Τζωρτζίνα δεν μπορούσε να σταθεί το κεφαλάκι της ευθεία στο μαξιλαράκι συνέχεια έφευγε στα πλάγια γέρνοντας το κεφαλάκι της και αντίκρισα την μητέρα πολλές φορές να της πιάνει το κεφάλι με ένα πολύ απότομο τρόπο ώστε να το βάλει πάλι στην σωστή θέση. Είχα παρέμβει και της είχα πει: «Αν σε ξαναδώ να κάνεις έτσι στο παιδί απότομα το κεφαλάκι της θα σου σπάσω το δικό σου κεφάλι». Η απάντησή της ήταν να σου λέει: «Δεν παθαίνει τίποτα, χαϊδεύεται η Τζωρτζίνα».
Καθόμασταν στο μπαλκόνι και κάποιες φορές έκλαιγε η Τζωρτζίνα, προφανώς γιατί μόνο έτσι μπορούσε να συνεννοηθεί πλέον, όπως ένα μωρό και αντί να σηκωνόταν να πάει μέσα στο παιδί όπως θα έκανε μία μάνα που είναι το σπλάχνο της, σηκωνόταν και πήγαινε είτε ο πατέρας ο Μάνος είτε η νονά. Και όταν πήγαινε η ίδια αναστέναζε, λέγοντας πάλι: «Χαϊδεύεται η Τζωρτζίνα, επίτηδες το κάνει»!
Έβλεπες μια μάνα που έχει χάσει δύο παιδιά, ένα παιδί τετραπληγικό και να μην έχει καμία κατάθλιψη, αντιθέτως ένας άνθρωπος άλλος θα είχε κλειστεί στον εαυτό του. Ο Μάνος τον έκανε η κατάσταση αυτή να δουλεύει πολλές ώρες, έφτανε μέχρι και τις 15 ώρες ημερησίως, είτε για οικονομικούς λόγους για να μπορεί να ανταπεξέλθει στην ιατρική αποκατάσταση του παιδιού, είτε για να ξεχνιέται, έβρισκε διέξοδο στο τιμόνι, στη δουλειά».