Site icon Hallocy

Μάρθα Καραγιάννη: Ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι

Αυτό το λαχταριστό, το χυμώδες το απόλυτο θηλυκό που έλαμψε στη χρυσή δεκαετία του εξήντα, υπήρξε φανατική προσκολλημένη στη μοναχική της πορεία – Γράφει ο Δημήτρης Δανίκας

Όπως και ο τίτλος της πρώτης αυτοβιογραφίας της, το 2001, με τίτλο «Ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι». Οκτώ χρόνια αργότερα επακολούθησε και δεύτερη, γραμμένη από τον Μάκη Δελαπόρτα με τίτλο «Μάρθα Καραγιάννη κορίτσι για μιούζικαλ».

Στη μνήμη μου θα σουλατσάρει με το θράσος το γνωστό, με το ατίθασο ύφος και με τη μαγκιά ενός πλάσματος που χαλινάρι αρνήθηκε να βάλει. Ποιο; Το «κορίτσι για φίλημα». Πιτσιρικάδες την βλέπαμε και την λιγουρευόμαστε ακόμα και στα όνειρά μας. Έτσι ακριβώς.

Πριν από μερικά χρόνια την είχα πάρει τηλέφωνο, της είπα το όνομά μου, της ομολόγησα την αμαρτία μου, εκ μέρους πολλών γενιών, εκείνη χαμογέλασε και αμέσως μου είπε «καλά όλα αυτά αλλά για μένα δεν έχει γράψει μια αράδα της προκοπής». Είχε δίκιο.

Για να το θέσω το ζήτημα στην ελληνική του βάση, ό,τι ερωτικά και διεγερτικά ήταν η Ανίτα Έκμπεργκ στην «Dolce Vita» του Φεντερίκο Φελίνι για τα «νεότευκτα» αρσενικά στίφη που με το πρόσχημα της κουλτούρας έκαναν οφθαλμόλουτρο με τα «μπαλκόνια» της Ανίτα Έκμπεργκ, το ίδιο και στην Ελλάδα την μικρή η Μάρθα Καραγιάννη για την πιτσιρικαρία. Και όχι μόνο.

Κι όμως αυτό το λαχταριστό, το χυμώδες το απόλυτο θηλυκό που έλαμψε στη χρυσή δεκαετία του εξήντα, υπήρξε φανατική προσκολλημένη στη μοναχική της πορεία. Απίστευτο!

Ήθελα να είμαι μόνη…

Σε μια εντελώς «γυμνή» συνέντευξή της, αυτό που λέμε «εξομολόγηση» είχε πει «Θέλουμε να παντρευτούμε να κάνουμε οικογένεια, παιδιά. Δεν ήθελα τίποτε απ όλα αυτά. Ήθελα να είμαι μόνη. Άμα κάνεις αυτό που σου αρέσει μια φορά θα την πληρώσεις. Στο πέρασμα του χρόνου δεν θα είναι κανένας δίπλα σου. Θα φύγουν, θα κάνουν οικογένειες και θα μείνεις μόνη. Εγώ παρόλα αυτά είμαι ευχαριστημένη. Αν με ενδιάφεραν θα έβρισκα κάποιον να τον κρατήσω. Αλλά τι να τον κάνω; Να τον έχω καβάτζα;»

Δύο τα τραύματά της, δύο οι πληγές της. Δεν επουλώθηκαν μέχρι τη στιγμή της ύστατης αναπνοής. Η οποία λέγεται συνέβη με τηλέφωνο στο χέρι. Κι αυτό απίστευτο. Και τα δύο με ονόματα διάσημων ποδοσφαιριστών. Ο πρώτος ο Μίμης Στεφανάκος το χρυσό αγόρι του «Ολυμπιακού».

Τρία χρόνια μεγαλύτερός της. Μόνο. Η σύμπτωση ανατριχιαστική. Πρόλαβε να «φύγει» από τον «μάταιο τούτο κόσμο» εννέα μήνες νωρίτερα. Σαν να την περιμένει εκεί ψηλά. Το story της Μάρθας η καλύτερη, πρώτη ύλη, για αυθεντικό μελόδραμα. Όχι σάχλα και τέτοια, αλλά για πορεία συναρπαστικών ερώτων παρέα με αγωνία, άγχος, απογοήτευση και ποταμούς δακρύων. Αυτή η Μάρθα Καραγιάννη από το Κερατσίνι και τον Πειραιά.

Το 1960 ο 24χρονος Μίμης και η 21χρονη Μάρθα, πάνω στην πιο εκρηκτική, συναρπαστική φάση της καλλιτεχνικής διαδρομής της, βάζουν στεφάνι παρουσία παπά. Ο γάμος έγινε πρωτοσέλιδο. Μετά από μήνες η Μάρθα φέρνει στον κόσμο ένα μωρό. Και μετά από τρεις μήνες το μωρό νεκρό. Ο γάμος στοιχειωμένος. Ο ματωμένος γάμος. Και ως εκ τούτου σχεδόν από τα πριν τελειωμένος. Γιατί παντρευτήκατε; Για να χωρίσουμε.

Εδώ το μελόδραμα της Μάρθας συναντάει το θέατρο του παραλόγου του Ευγένιου Ιονέσκο. Παρόλα αυτά εκείνη επιμένει. Η Μάρθα το τρόπαιο, η επιβεβαίωση και η επιθυμία κάθε αρσενικού. Κάπως έτσι η σχέση της με τον Βασίλη Κωνσταντίνου, τον τίγρη των γκολπόστ, είναι μνημειώδης. Κι εκεί πάλι μόνη. Στην τελευταία της τηλεοπτική εμφάνιση στη «Ζήνα» η έκπληξη ήταν η αιφνιδιαστική «εισβολή» του Κωνσταντίνου. Που ομολόγησε ότι η Μάρθα σπάνιο πλάσμα και μοναδικός χαρακτήρας.

Ε λοιπόν είχε πει ότι τα δώδεκα χρόνια εκείνης της σχέσης είναι αλησμόνητα αλλά και πονεμένα. Ο, τι ο Βασίλης της έδινε ραντεβού για την Τρίτη φερ ειπείν κι εκείνος εμφανίζονταν την κανονισμένη ώρα αλλά δύο ημέρες αργότερα.

Και ακόμα είχε παραδεχτεί, μετά, από την πείρα της την διπλή ό,τι καμία γυναίκα δεν θα μείνει ευχαριστημένη κάνοντας σχέση η γάμο με έναν ποδοσφαιριστή:

«Την Δευτέρα είναι λιώμα από την κούραση, το ίδιο την Τρίτη, την επομένη αρχίζει η προπόνηση, την Παρασκευή τους κλείνουν σε ξενοδοχείο και την Κυριακή παίζουν στο γήπεδο».

Το στίγμα της Μάρθας η καταγωγή και οι γονείς της. Πόντιοι και οι δύο. Η μητέρα της από το Μπακού και ο πατέρας της από το Αικατερινεντάρ. Πρόσφυγες. Κάπως έτσι βρέθηκε στο Κερατσίνι και κάπως έτσι το «κορίτσι για φίλημα» στα λαϊκά.

Η πορεία της αρχίζει με το χορό και τη Λυρική. Και ήταν μικρό κορίτσι. Μόλις 17 ετών η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «η άγνωστος», δύο χρόνια αργότερα στο θεατρικό σανίδι όπου εκεί στην επιθεώρηση «Ψύλλοι και ελέφαντες» πέφτει πάνω στον Dal, τουτέστιν Γιάννη Δαλιανίδη.

Με τον Dal και σε δικές του σκηνοθεσίες τουλάχιστον δεκαπέντε, ίσως και περισσότερες. Με τον Δαλιανίδη στο μιούζικαλ αλλά και στην φαρσοκωμωδία. Δια μέσου Δαλιανίδη ντουέτο με Κώστα Βουτσά. Τα πλήθη των θεατών τους ήθελαν μαζί. Κι όμως εκείνοι και το αρνήθηκαν δημοσίως και μετά από πιέσεις, αφόρητες πιέσεις, εξακολουθούσαν να λένε «όχι, με τίποτα, είμαστε καλοί φίλοι» Και κουμπάροι.

Θυμάμαι στην τελευταία συνέντευξη που είχα πάρει από τον Βουτσά στην πλατεία Κολωνακίου, που πιεστικά τον είχα ρωτήσει «έλα ρε Κωστάρα για πες μου τι έκανες με την Μάρθα;». Και εκείνος να επιμένει πως αυτή η σχέση ήταν εντελώς φιλική και τίποτα άλλο, ούτε ένα πονηρό φιλί.

Το 1960, τότε την εποχή του Μίμη Στεφανάκου, η Μάρθα για πρώτη φορά τραγουδάει στην ταινία «καπετάνιος για κλάματα» με τον στίχο «σαν φυσάει το μαϊστράλι».

Περιττό να αναφερθώ σε τίτλους μεγάλων επιτυχιών, όπως «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Οι θαλασσιές οι χάντρες», «Ζητείται ψεύτης», «η ωραία του κουρέα», «Το ανθρωπάκι» καθώς και του Νίκου Φώσκολου «πεθαίνω κάθε ξημέρωμα».

Πάντως ο άνθρωπος που πρώτος την πρότεινε, εκείνος που είδε τα χαρίσματά της, ήταν ο Ντίνος Κατσουρίδης. Ο πολυμήχανος και ο «πολυμορφικός» Ντίνος Κατσουρίδης. Τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση, πριν από οκτώ χρόνια, στην απόλυτη αισθηματική εμμονή με τίτλο «από έρωτα» του Θοδωρή Αθερίδη με τον ίδιο πρωταγωνιστή και παρτενέρ, την λατρεία του Σμαράγδα Καρύδη.

«Ο μάγκας με το τρίκυκλο» του Γιάννη Δαλιανίδη με τον Σταύρο Παράβα του 1972 το κύκνειο άσμα του λεγόμενου «εμπορικού κινηματογράφου» και της Finos Film. Από τότε αρχίζει η μοναχική της πορεία. Με θεατρικά διαλείμματα αλλά και βιντεοταινίες. Επρεπε να βγάλει το μεροκάματο.

 

Δίπλα της, χτες Δευτέρα το μεσημέρι κάπου στις 12. 50 πριν εκείνη γράψει τις δύο λέξεις «The End» ο φίλος και προσωπικός ψυχίατρος Δημήτρης Σούρας. Αν και είμαι βέβαιος για ένα πράγμα: η Μάρθα τα είχε βρει με τον εαυτό της.

Ο Σούρας λοιπόν έγραψε τίτλους τέλους ως εξής: «Έφυγε στο σπίτι της, όπως ήθελε. Εδώ είμαι ακόμα είμαστε όλοι συγκλονισμένοι. Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία τρία χρόνια ταλαιπωρούνταν αρκετά εξαιτίας του εγκεφαλικού που είχε πάθει και δεν ήθελε να βγαίνει έξω να κάνει τίποτα. Ήταν καταβεβλημένη μεν αλλά σε καλή κατάσταση. Δεν ήταν ξαφνικό όσοι ήμασταν κοντά της το περιμέναμε. Έφυγε η τελευταία σταρ του Ελληνικού κινηματογράφου. Είναι τραγικό για μένα να πρέπει να υπογράψω ως γιατρός το χαρτί του θανάτου της καλύτερης σου φίλης. Με την Μάρθα ήμασταν κολλητοί φίλοι δεν θυμάμαι πόσα χρόνια. Την αγαπώ και θα την αγαπώ πάντα».

Το προσυπογράφω με υστερόγραφο δικό της από την αυτοβιογραφία της «ο έρωτας μωρό μου είναι γλέντι».

 

Exit mobile version