Site icon Hallocy

Σεισμός στην Τουρκία: Πατέρας και κόρη σώθηκαν μετά από πέντε μέρες στα ερείπια – Έπαιζαν «πέτρα, ψαλίδι, χαρτί»

Τα σωστικά συνεργεία τους εντόπισαν μετά από 101 ώρες – Η μητέρα του 42χρονου που έμενε στο ίδιο σπίτι εντοπίστηκε νεκρή σε ένα άλλο δωμάτιο καθώς είχε καταπλακωθεί από τα μπάζα

Στον απόηχο του μεγάλου σεισμού που έσπειρε τον όλεθρο στη νοτιοανατολική Τουρκία και τη βόρεια Συρία βλέπουν συνεχώς το φως της δημοσιότητας συγκλονιστικές ιστορίες διασωθέντων που κατάφεραν να απεγκλωβιστούν από τα ερείπια στην περιοχή Ντεφνέ της επαρχίας Χατάι.

Μία νέα ιστορία έχει πρωταγωνιστές τον 42χρονο Τσεμ Οκούρ και την οκτάχρονη κόρη του οι οποίοι απεγκλωβίστηκαν σοβαρά τραυματισμένοι από τα συντρίμμια της πενταόροφης πολυκατοικίας όπου διέμεναν μετά από 101 ώρες. Σύμφωνα με όσα είπαν στην Daily Mail είχαν εγκλωβιστεί στο απόλυτο σκοτάδι σε ένα κενό ύψος 90 εκατοστών μεταξύ της οροφής και του δαπέδου του διαμερίσματός τους.

Για να ξεχαστούν όπως δήλωσαν έπαιζαν συνεχώς «πέτρα, ψαλίδι, χαρτί». Εν τέλει μετά από 101 ώρες τα σωστικά συνεργεία τους εντόπισαν και αφού έσκαψαν τα ερείπια τους απεγκλώβισαν. Η μητέρα του 42χρονου που έμενε στο ίδιο σπίτι εντοπίστηκε νεκρή σε ένα άλλο δωμάτιο καθώς είχε καταπλακωθεί από τα μπάζα. Πατέρας και κόρη νοσηλεύονται στο νοσοκομείο ενώ όπως δήλωσε ο Οκούρ αγκάλιαζε την κόρη του προκειμένου να ζεσταθούν λέγοντάς της ότι θα σωθούν, παρά το γεγονός ότι πίστευε πως δεν τους έβρισκαν ποτέ.

«Ο σεισμός έμοιαζε με έκρηξη της γης – Ήταν σαν τον Αρμαγεδδώνα»

Μάλιστα περιγράφοντας τη στιγμή που σημειώθηκε το χτύπημα του Εγκέλαδου, παρομοίασε τον σεισμό με «έκρηξη της γης». «Ήταν σαν τον Αρμαγεδδώνα και ήταν τόσο άσχημα. Τα πρώτα λεπτά ήταν τρομερά. Οι πάνω όροφοι από μας καταστράφηκαν και το ταβάνι από πάνω μας κατέρρευσε με αποτέλεσμα να ‘κολλήσουμε’ σε ένα κενό ύψους λιγότερο από ένα μέτρο. Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα και έπρεπε να συρθούμε κατά μήκος του δαπέδου για να είμαστε ο ένας με τον άλλον. Φαινόταν σαν να μην υπήρχε αέρας».

Ακόμη υποστήριξε ότι είχαν αφυδατωθεί και πίστευε ότι θα πεθάνουν από τη δίψα. Ωστόσο μετά από 24 ώρες κατάφεραν να βρουν μπουκάλια με νερό μέσα στο σκοτάδι. «Εάν είχα δύο σπίτια, ευχαρίστως θα είχα ανταλλάξει το ένα, μόνο για λίγο νερό για να μας κρατήσει ζωντανούς», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Επιπλέον είπε ότι «πονούσε» πολύ γνωρίζοντας ότι η μητέρα του κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν νεκρή στο διπλανό δωμάτιο, αλλά προσπάθησε να μην αποκαλύψει την αγωνία του στην κόρη του. «Το παιδί μου είναι τόσο σημαντικό για μένα. Προσπαθούσα να της λέω διαρκώς ότι θα τα καταφέρουμε», επεσήμανε χαρακτηριστικά.

«Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί»

«Ήμασταν πολύ κοντά ο ένας στον άλλον και παίζαμε συνέχεια ‘πέτρα, ψαλίδι, χαρτί’ αλλά δεν χαμογελούσαμε. Τραγουδήσαμε επίσης κάποια τραγούδια, είπα ιστορίες και προσευχηθήκαμε μαζί για να μας σώσει ο Θεός», ανέφερε ακόμη.

Από την πλευρά του το οκτάχρονο κοριτσάκι τόνισε πως έλεγε διαρκώς στον πατέρα του τα εξής:«Μπαμπά, σε παρακαλώ, κράτα το λόγο του και σώσε με» ενώ άλλες στιγμές του έλεγε: «Μπαμπά, μου λείπει τόσο πολύ το πρόσωπό σου. Θέλω να σε δω». Σε ένα άλλο σημείο της συνέντευξής του στο βρετανικό μέσο υποστήριξε πως αρκετές φορές χρησιμοποίησε κομμάτια από μπάζα και τα χτυπούσε σε έναν τοίχο προκειμένου να τον ακούσουν οι διασώστες. Η κίνησή του απέδωσε καρπούς και έτσι τους εντόπισαν τα σωστικά συνεργεία.

Πρώτα απεγκλωβίστηκε η οκτάχρονη Τανέμ και αφού μεταφέρθηκε με φορείο σε ένα ασθενοφόρο ζήτησε από τους τραυματιοφορείς να στείλει ένα μήνυμα στον πατέρα της: «Μπαμπά, σε αγαπώ, είμαι καλά», ήταν το μήνυμά της.. Όταν της είπαν ότι μεταφέρεται στο νοσοκομείο, ρώτησε: «Θα πιούμε νερό εκεί;». «Νιώθω υπέροχα που είμαι ζωντανός. Είναι καλύτερο συναίσθημα από το να είσαι ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο. Το σημαντικό είναι ότι είμαι εδώ ασφαλής με την κόρη μου», υπογράμμισε ο 42χρονος. «Η Τανέμ κι εγώ προσευχηθήκαμε πολύ», συμπλήρωσε.

Τέλος αναφερόμενος στη στιγμή που οι δυο τους κατάλαβαν ότι είχαν εντοπιστεί από τα σωστικά συνεργεία είπε πως «ήρθε μια δύναμη, άρχισα να χτυπάω τον τοίχο. Μια φωνή ήρθε από εκεί έξω. Καθώς ήμασταν έτοιμοι να παραδώσουμε τις ψυχές μας, ο Θεός έστειλε κάποιον και είπε: ‘Βγείτε έξω’».

Exit mobile version