«Επιβάτες πηδούσαν στο κενό, δεν ξέρω τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι» περιγράφει η Ευδοκία Τσαγκλή
Τρόμος, πανικός, αγωνία. Η Ευδοκία Τσαγκλή προσπαθεί να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψει τα συναισθήματα της και το χρονικό του τρόμου στο τρένο του θανάτου στα Τέμπη, ούσα σοβαρά τραυματισμένη από την υπερπροσπάθεια που κατέβαλε να απεγκλωβιστεί από τα συντρίμμια. Ταξίδευε στο βαγόνι 3 της αμαξοστοιχίας IC62 μαζί με φίλους της. Ήταν από τους τυχερούς που κατάφεραν να αποδράσουν μέσα από μια συμπαγή μάζα σιδερικών με τις φλόγες να «γδέρνουν» τα σώματα τους.
Στο τρένο που ταξίδευε επί δέκα λεπτά προς τον θάνατο, τίποτα δεν προμήνυε όσα φρικτά θα επακολουθούσαν. “Ήμουν στο βαγόνι τρία, μέσα στο οποίο ήταν και μια άλλη κοπέλα μαζί με την γάτα της. Την πηγαίναμε βόλτα πάνω, κάτω και παίζαμε μαζί της. Γελάγαμε. Πού να φανταστούμε τι θα γινόταν μερικά λεπτά μετά”.
Την στιγμή της σύγκρουσης, η Ευδοκία Τσαγκλή, είχε προλάβει να καθίσει στην καμπίνα της. Όσοι ήταν στο διάδρομο εκσφενδονίστηκαν και είτε έχασαν τη ζωή τους, είτε τραυματίστηκαν πολύ σοβαρά. “ Είχα μόλις προλάβει να καθίσω. Νοιώθω το βαγόνι να γυρνάει και εγώ να χτυπάω δυνατά το μέτωπο μου και τη μύτη μου σε σκληρή επιφάνεια. Ενστικτωδώς γίνομαι “μπάλα” για να προστατέψω το σώμα μου”.
Παντού ακούγονται ουρλιαχτά, φωνές και ελάχιστοι είναι εκείνοι που καταφέρνουν να κρατήσουν την ψυχραιμία τους. “Πιάνει αμέσως φωτιά και νοιώθω τις φλόγες πάνω μου. Καίγονται τα μαλλιά μου” συνεχίζει να περιγράφει η Ευδοκία Τσαγκλή.
Η λέξη πανικός είναι πολύ μικρή για να περιγράψει το τι συνέβη στο βαγόνι 3 αμέσως μετά τη σύγκρουση. Το μόνο σίγουρο, λέει η Ευδοκία Τσαγκλή, είναι ότι λειτούργησε το ένστικτο της επιβίωσης. “Ψάχναμε να βρούμε τρόπο να εγκαταλείψουμε το βαγόνι. Ξαφνικά βρίσκουμε μια διέξοδο μέσα από τα συντρίμμια και τότε συνειδητοποιούμε ότι η απόσταση που μας χωρίζει από το έδαφος ήταν ίση με δυο ορόφους πολυκατοικίας. Τι είχε συμβεί; Ένα άλλο βαγόνι βρισκόταν κάτω από το δικό μας”.
Μέσα στον πανικό τους, κάποιοι επιβάτες άρχισαν να πηδούν στο κενό μην υπολογίζοντας την απόσταση. “Πήδαγαν και μετά δεν ακούγαμε φωνές. Δεν ξέρω τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι. Επέζησαν; Τραυματίστηκαν και έχασαν τις αισθήσεις τους; Ειλικρινά δεν ξέρω”.
Τότε η νεαρή γυναίκα ήρθε σε δίλημμα: “ Έπρεπε να αποφασίσω αν θα καώ ή αν θα σπάσω τα κόκαλα μου πέφτοντας κι εγώ στο κενό, για να σωθώ” λέει χαρακτηριστικά.
“Επιλέγω να πηδήξω προσπαθώντας ωστόσο να μειώσω το ύψος. Γαντζώθηκα κυριολεκτικά από τις εξωτερικές επιφάνειες του βαγονιού, όσο μπορούσα τουλάχιστον να κρατηθώ και μετά πέταξα το μπουφάν μου κάτω ώστε να πέσω πάνω του μήπως και μειώσω το ρίσκο της πτώσης. Δυστυχώς όμως έπεσα πάνω σε μια πέτρα και έτσι έσπασα τη λεκάνη μου”.
Όσοι κατάφεραν να την ακολουθήσουν, τραυματίστηκαν κι αυτοί. Από την αδρεναλίνη όμως, που οδηγεί σε άμεση σωματική αντίδραση, δεν αισθάνονταν πόνο. “Σηκωθήκαμε κι αρχίσαμε να τρέχουμε χωρίς να ξέρουμε που πηγαίνουμε. Απλά τρέχαμε και δίναμε κουράγιο ο ένας στον άλλον, ευχαριστώντας τον Θεό που είμαστε ζωντανοί” καταλήγει η Ευδοκία Τσαγκλή.
Διαβάστε επίσης