Ο γνωστός φωτογράφος έζησε τη λάμψη της Αμερικής, περπάτησε στις μεγαλύτερες πασαρέλες αλλά τα Χανιά είχαν την πιο ξεχωριστή θέση στην καρδιά του
Σε ηλικία 75ετών στο σπίτι του στην Χαλέπα Χανίων έφυγε από τη ζωή ο Μανώλης Μαυράκης, ο Κρητικός που κατέκτησε το Μανχάταν τη δεκαετία του 70’, καθώς υπήρξε ένα από τα ομορφότερα φωτομοντέλα με συνεργασίες στην Αμερική που άφησαν εποχή.
Τον 75χρονο εντόπισε νεκρό μέσα στο σπίτι του ένας από τους καλύτερους του φίλους. Όπως έγινε γνωστό το τελευταίο διάστημα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την Τρίτη από τον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Σπλάντζιας και η ταφή του έγινε στο νεκροταφείο του Ι.Ν. Αγίου Νεκταρίου στη Λιτσάρδα Αποκορώνου.
Η ζωή του Μανώλη Μαυράκη μοιάζει σχεδόν μυθιστορηματική, καθώς αν και γεννήθηκε στην Κρήτη το 1948 εκείνος κατάφερε να φύγει μετά από τον στρατό από την πατρίδα του και να βρεθεί στη Νέα Υόρκη παράνομα, όπου εκεί ζούσε ο αδελφός του μαζί με την γυναίκα του.
Εκεί θα γνωριστεί με μια πλούσια οικογένεια, η οποία θα του προτείνει να εργαστεί ως φωτομοντέλο, καθώς εξωτερικά διέθετε όλα εκείνα τα γοητευτικά προσόντα που απαιτούσε την εποχή εκείνη, ο χώρος της μόδας. Εκείνος όχι μόνο δεν έχασε την ευκαιρία αλλά κατάφερε να διαγράψει μια σημαντική καριέρα. Όπως έχει παραδεχτεί κι ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε για την ζωή του πριν από δυο χρόνια με τον τίτλο Ο Κοτσιφός από τη δεκαετία του 70’ έχει πολλά να θυμάται:
«Δούλεψα σαν φωτομοντέλο, πήγα σε ένα από τα καλύτερα πρακτορεία της Αμερικής το Stewart ζούσα στο Μανχάταν τα λεφτά ήταν πάρα πολύ καλά. Δούλεψα με τους καλύτερους φωτογράφους όπως ήταν ο Ken Haak, Richard Avedon, Κenn Dunkan και κάποια στιγμή το 73’, 74 πήγα στην δραματική σχολή ηθοποιίας της Stella Adler πήρα το δίπλωμα μου το 77’ κι έκανα διαφημίσεις στην τηλεόραση, θέατρο. Από την δεκαετία του 70΄έχω τόσα πολλά να θυμάμαι. Μια δεκαετία γεμάτη».
Στο ντοκιμαντέρ για την ζωή του με την υπογραφή του σκηνοθέτη Γιάννη Κρομμυδάκη, ο Μανώλης Μαυράκης έκανε ένα ταξίδι στο χρόνο. Θυμήθηκε τον θάνατο της μητέρας τους όταν εκείνος ήταν μόλις 9 ετών, αλλά και την πρώτη φορά που δοκίμασε κοκαΐνη στην Αμερική σε ηλικία 32 ετών.
«Κάποια στιγμή πλάκα – πλάκα κάνω και την πρώτη γραμμούλα κοκαϊνης σε ηλικία 32 ετών, όταν μέχρι τότε τους κορόιδευα όλους που έκαναν ναρκωτικά. Άρχισα με το μαλακό για κάνα δυο χρόνια, νόμιζα πως ήμουν κι εγώ δεν ξέρω ποιος. Έφτασα σε ένα σημείο να κάνω τρεις μέρες συνεχόμενες ναρκωτικά χωρίς να κοιμηθώ, να παίρνω χάπια με την χούφτα μου, ν ανακατεύω και εγώ δεν ξέρω τι, να τα βάζω στη μύτη, να πίνω του σκασμού και την τρίτη μέρα συνήθως έπεφτα γονατιστός στο κρεβάτι μου μ ένα μπουκάλι βότκα, έπινα την μισή ναρκωνόμουνα και κοιμόμουν τρεις ημέρες. Μετά απ όλες τις δόξες, τις χαρές και τα πανηγύρια, αρχές του 84’ έφτασα να ζω μόνος μου σε ένα διαμέρισμα με 15 – 16 γάτες. Είχα φτάσει στο σημείο να λέω “θα ζήσω δεν θα ζήσω”. Θυμάμαι ένα φίλο μου τον Τζίμι που ερχόταν και με τάιζε για να μην πεθάνω».
Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Κρήτη ξεκινώντας την ζωή του πάλι από την αρχή. Εργαζόταν ως φωτογράφος, λάτρευε την ποδηλασία και τις γάτες του.