Σ’ ένα χωριό της επαρχίας Λάρνακας, ο ήλιος έκαιγε τα χωράφια, οι ελιές στέκονταν σιωπηλές, κι οι καμπάνες της εκκλησιάς καλούσαν κάθε Κυριακή τους πιστούς. Ο Αντώνης, 38, ήταν ο κτηνοτρόφος που όλοι χαιρετούσαν—παντρεμένος με τη Μαρία, που έφτιαχνε χαλούμι και κουμάνταρε το σπίτι, και πατέρας δύο κοριτσιών. Η ζωή του κυλούσε ανάμεσα στα πρόβατα και το καφενείο, με τάβλι και ζιβανία. Μα μέσα του φώλιαζε μια φωτιά. Ο Κώστας, 28, γιος του παπά-Γιώργη, δούλευε στο καφενείο του θείου του. Ψηλός, με μάτια σκοτεινά και κορμί σμιλεμένο, τον πείραζαν οι γριές: «Πότε θα παντρευτείς, Κωστή;» κι αυτός γελούσε, κρύβοντας το μυστικό του.
Η Αρχή του Πάθους
Ήταν Ιούλης, με τη ζέστη να λιώνει τα πάντα, όταν ο Αντώνης πήγε για τσιγάρα. Ο Κώστας του τα έδωσε, τα δάχτυλά τους μπλέχτηκαν, κι ένα ρίγος τους διαπέρασε. «Θα περάσεις που τον στάβλο;» ψιθύρισε ο Κώστας. «Ίσως,» είπε ο Αντώνης, η φωνή του βαριά. Εκείνο το βράδυ, στο σκοτάδι του στάβλου, ο Αντώνης τον έσπρωξε στα δεμάτια σανού. Τα χέρια του έσκισαν το πουκάμισο του Κώστα, χούφτωσαν το σκληρό του στήθος, κατέβηκαν πιο κάτω, λύνοντας το παντελόνι. «Εννα μας δουν,» γκρίνιαξε ο Κώστας, μα ο Αντώνης τον γύρισε απότομα, μπήκε μέσα του με δύναμη, οι κραυγές τους πνιγμένες από το βέλασμα των προβάτων. Ο Κώστας δάγκωσε το χέρι του να μην ουρλιάξει, το κορμί του τρέμει κάτω από τον Αντώνη, ιδρώτας να κυλάει σαν ποτάμι.
Η Κρυφή Φλόγα
Οι συναντήσεις έγιναν εθισμός. Στον στάβλο, ο Αντώνης γονάτιζε μπροστά στον Κώστα, το στόμα του να δουλεύει γρήγορα, η γλώσσα του να γεύεται κάθε εκατοστό, ενώ ο Κώστας έσφιγγε τα μαλλιά του, ψιθυρίζοντας, «Πιάνεις με τρελό, ρε.» Πίσω από τις ελιές, ο Κώστας τον έριχνε κάτω, καβαλώντας τον, τα κορμιά τους να χτυπιούνται σαν κύματα, η γη να λερώνεται από την αμαρτία τους. Στο παλιό σπίτι του παππού του Κώστα, με τη μυρωδιά του λιβανιού στον αέρα, ο Αντώνης τον έπαιρνε στον καναπέ, σκληρά, με τα χέρια του να αφήνουν σημάδια στους γοφούς του. «Εν λάθος τούτο,» έλεγε ο Κώστας, μα τα πόδια του τυλίγονταν γύρω του, ζητώντας κι άλλο.
Η Μαρία δεν άργησε να καταλάβει. Ο άντρας της γύριζε με μάτια κόκκινα, μύριζε ιδρώτα και κάτι αλλό—όχι τη γυναίκα του. «Πού ήσουν, Αντώνη;» τον πίεζε, κι αυτός έλεγε «στα ζώα,» μα το ψέμα φαινόταν. Μια μέρα, τον είδε να φεύγει με τον Κώστα προς το χωράφι. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και είδε: ο Αντώνης πάνω στον Κώστα, τα παντελόνια κατεβασμένα, τα κορμιά τους γυμνά, να κουνιούνται ρυθμικά, οι φωνές τους να σπάνε τη σιωπή. Η Μαρία ένιωσε τον κόσμο να σκοτεινιάζει. «Παναγία μου, τι ντροπή!» σκέφτηκε, τα χέρια της να τρέμουν.
Το Σκάνδαλο Αναδύεται
Ο παπά-Γιώργης είχε δει τον γιο του να γυρίζει με μώλωπες και βλέμμα χαμένο. «Τι σου γίνεται, Κωστή;» ρωτούσε, κι ο Κώστας έλεγε «δουλειά.» Μα όταν η κυρά-Φροσύνη τού ψιθύρισε, «Ο γιος σου και ο Αντώνης εν πολλά κοντά,» ο παπάς ένιωσε το κομποσκοίνι να καίει το χέρι του. Στην Κύπρο, τέτοιο πράμα ήταν αδιανόητο—η εκκλησιά, η οικογένεια, ο κόσμος, θα τους έκαιγαν ζωντανούς. Η Μαρία μπήκε στον στάβλο μια νύχτα, ανοίγοντας την πόρτα με φόρα. Ο Αντώνης ήταν μέσα στον Κώστα, γυμνοί, ιδρωμένοι, με τα χέρια του να σφίγγουν το κορμί του. «Τι κάμνεις, Αντώνη; Με τον γιο του παπά;» ούρλιαξε, η φωνή της σαν μαχαίρι. Ο Αντώνης τράβηξε πίσω, «Μαρία, έλεος!» Ο Κώστας, με το πρόσωπο άσπρο, έτρεξε να ντυθεί, μα η Μαρία τον έπιασε. «Θα σας κάψω, εννά το πω σε όλους!» Ο Αντώνης έπεσε στα πόδια της, «Ό,τι θέλεις, μόνο σώπα!»
Η Καταιγίδα
Η Μαρία πήγε στον παπά-Γιώργη, με δάκρυα οργής. «Ο γιος σου και ο άντρας μου ζουν στην αμαρτία,» είπε. Ο παπάς έμεινε βουβός, το πρόσωπό του σαν πέτρα. «Εν αλήθεια;» ψιθύρισε, κι όταν έγνεψε, έσφιξε το σταυρό του. «Ο Θεός να μας συγχωρέσει.» Δεν ήξερε αν να τον διώξει ή να τον κρύψει. Το χωριό άρχισε να βουίζει. «Ο Αντώνης και ο Κωστής;» έλεγαν στο καφενείο, οι γέροι να φτύνουν τον κόρφο τους. «Ντροπή στην εκκλησιά!» φώναζαν οι γυναίκες, κρατώντας τα εικονίσματα. Η Μαρία κρατούσε το μυστικό, μα η οργή της φαινόταν—ήθελε να τους καταστρέψει. Ο Κώστας κρύφτηκε σε συγγενή, μα ο Αντώνης έμεινε, αντιμέτωπος με τη γυναίκα του και τη σιωπή των παιδιών του. Μια νύχτα, ο Κώστας γύρισε. Συνάντησε τον Αντώνη κοντά στο πηγάδι, μακριά από τα μάτια του χωριού. «Εν ζω χωρίς εσένα,» είπε, γδύνοντάς τον εκεί, το στόμα του να βρίσκει κάθε σημείο. Ο Αντώνης τον έριξε κάτω, μπήκε μέσα του ξανά, «Εννά πεθάνω για σένα.» Το πάθος τους έκαιγε, μα το σκάνδαλο ήταν πια φωτιά έτοιμη να τους καταπιεί.
Διαβάστε επίσης